ἀλεγεινός: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἄλγος]]), comp. neut. [[ἄλγιον]], [[sup]]. [[ἄλγιστος]]: [[painful]], [[hard]], [[toilsome]]; [[πυγμαχίη]], κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught [[with]] [[trouble]],’ Il. 24.30; freq. w. inf., [[ἡμίονος]] [[ἀλγίστη]] δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. [[ἄλγιον]], used in exclamations, τῷ δ' [[ἄλγιον]], ‘so [[much]] the [[worse]]’ [[for]] him!
|auten=([[ἄλγος]]), comp. neut. [[ἄλγιον]], [[sup]]. [[ἄλγιστος]]: [[painful]], [[hard]], [[toilsome]]; [[πυγμαχίη]], κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught [[with]] [[trouble]],’ Il. 24.30; freq. w. inf., [[ἡμίονος]] [[ἀλγίστη]] δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. [[ἄλγιον]], used in exclamations, τῷ δ' [[ἄλγιον]], ‘so [[much]] the [[worse]]’ [[for]] him!
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰλεγεινός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distressing]] Κῆρες [[ὀλβοθρέμμονες]] μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰλεγεινός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distressing]] Κῆρες [[ὀλβοθρέμμονες]] μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.
|sltr=<b>ᾰλεγεινός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distressing]] Κῆρες [[ὀλβοθρέμμονες]] μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.
}}
}}

Revision as of 14:00, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεγεινός Medium diacritics: ἀλεγεινός Low diacritics: αλεγεινός Capitals: ΑΛΕΓΕΙΝΟΣ
Transliteration A: alegeinós Transliteration B: alegeinos Transliteration C: alegeinos Beta Code: a)legeino/s

English (LSJ)

ή, όν, Ep. for ἀλγεινός,

   A causing pain, grievous, αἰχμή, μάχη, Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.Fr.277 : c. inf., troublesome, ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402 : neut. as Adv. -εινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239. Regul. Adv. -νῶς Q.S.3.557.

German (Pape)

[Seite 91] ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεθρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεγεινός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀλγεινός, ὀδυνηρός, θλιβερός, αἰχμή, μάχη, Ἰλ. Ε. 658., Σ. 248· εἰρεσίη, Ὀδ. Κ. 78· μεριμνάματα, Πινδ. Ἀποσπ. 245· μετ’ ἀπαρ., ὀχληρός, δύσκολος, ἵπποι ἀλεγεινοὶ ... δαμήμεναι, Ἰλ. Κ. 402. -Ἐπίρρ. -νῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 557.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
douloureux, pénible.
Étymologie: cf. ἀλγεινός.

English (Autenrieth)

(ἄλγος), comp. neut. ἄλγιον, sup. ἄλγιστος: painful, hard, toilsome; πυγμαχίη, κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught with trouble,’ Il. 24.30; freq. w. inf., ἡμίονος ἀλγίστη δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. ἄλγιον, used in exclamations, τῷ δ' ἄλγιον, ‘so much the worsefor him!

English (Slater)

ᾰλεγεινός
   1 distressing Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.

English (Slater)

ᾰλεγεινός
   1 distressing Κῆρες ὀλβοθρέμμονες μεριμναμάτων ἀλεγεινῶν fr. 277 ad fr. 223.