ἔλδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ϝελδ.), [[ἐέλδομαι]]: [[desire]], [[long]] [[for]]; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; [[also]] τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in [[pass]]. signif., Il. 16.494.
|auten=(ϝελδ.), [[ἐέλδομαι]]: [[desire]], [[long]] [[for]]; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; [[also]] τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in [[pass]]. signif., Il. 16.494.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἔλδομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wish]] c. inf. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον [[ἦτορ]] (O. 1.4)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἔλδομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wish]] c. inf. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον [[ἦτορ]] (O. 1.4)
|sltr=[[ἔλδομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wish]] c. inf. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον [[ἦτορ]] (O. 1.4)
}}
}}

Revision as of 14:03, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλδομαι Medium diacritics: ἔλδομαι Low diacritics: έλδομαι Capitals: ΕΛΔΟΜΑΙ
Transliteration A: éldomai Transliteration B: eldomai Transliteration C: eldomai Beta Code: e)/ldomai

English (LSJ)

and ἐέλδομαι, poet. Verb, only pres. and impf.,

   A wish, long, c. inf., Il.13.638, Od.4.162, Pi.O.1.4: c. gen., long for, σὴν ἄλοχον τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Od.5.210; ἐλδόμεναι πεδίοιο (of mules) eager to reach it, Il.23.122: c.acc., desire, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Od.1.409, cf. Il.5.481: abs., νόστησας ἐελδομένοισι μάλ' ἡμῖν Od.24.400:—Pass. only once, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος be war now welcome to thee, Il. 16.494.

German (Pape)

[Seite 793] (Fελδ), gew. ἐέλδομαι, nur praes. u. impf., wünschen, verlangen; mit dem inf., ἐέλδετο γάρ σε ἰδέσθαι Od. 4, 162; Il. 13, 638; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον ἦτορ Pind. Ol. 1, 4; mit dem gen., nach Etwas, πεδίοιο, nach der Ebene strebend, Il. 23, 122; ἐελδόμενός που ἐδωδῆς Od. 14, 42; Hes. O. 379 u. sp. D., wie Ap. Rh.; oder mit dem acc., κτήματα, τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής Il. 5, 481, vgl. Od. 1, 409; im partic. absolut, σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω, ich komme euch erwünscht, Od. 21, 209; Il. 7, 4. – Aber νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος κακός ist passivisch, Il. 16, 494.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλδομαι: καὶ ἐέλδομαι, Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ σφόδρα, ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον ἅπαξ, νῦν τοι ἐελδέσθω πόλεμος, «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους ἐέλδομαι καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ βούλομαι, κτλ., Λατ. VEL-LE).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, τι, qch;
2 Pass. être désiré.
Étymologie: R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.

English (Autenrieth)

(ϝελδ.), ἐέλδομαι: desire, long for; τινός, Ξ 2, Od. 5.210, etc.; also τὶ, Od. 1.409, and w. inf., Il. 13.638, Od. 20.35; in pass. signif., Il. 16.494.

English (Slater)

ἔλδομαι
   1 wish c. inf. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ (O. 1.4)

English (Slater)

ἔλδομαι
   1 wish c. inf. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦτορ (O. 1.4)