αἰσθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(abb-1)
(ab2)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[αἰσθάνομαι]], [in LXX for בּין, חפז, ידע ;] <br />to perceive: c.acc. rei (Bl., §36, 5; MM, VGT, s.v.), Lk 9:45 (Cremer, 619 f.). †
|astxt=[[αἰσθάνομαι]], [in LXX for בּין, חפז, ידע ;] <br />to [[perceive]]: c.acc. rei (Bl., §36, 5; MM, VGT, s.v.), Lk 9:45 (Cremer, 619 f.). †
}}
}}

Revision as of 15:43, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθάνομαι Medium diacritics: αἰσθάνομαι Low diacritics: αισθάνομαι Capitals: ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: aisthánomai Transliteration B: aisthanomai Transliteration C: aisthanomai Beta Code: ai)sqa/nomai

English (LSJ)

(cf. αἴσθομαι), Ion. 3pl.opt.

   A αἰσθανοίατο Ar.Pax209: impf. ῃσθανόμην: fut. αἰσθήσομαι S.Ph.75, etc.; later αἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26; αἰσθηθήσομαι ib.33.11: aor. 2 ᾐσθόμην: pf. ᾔσθημαι: later, aor. 1 ᾐσθησάμην Sch.Arat.418; ᾐσθήθην LXX Jb.40.18: (cf. ἀΐω):—perceive, apprehend by the senses, Alcmaeon 1a, Hdt.3.87, Democr.11, etc.; τῇ ὄψει, τῇ ἁφῇ, τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1; αἰ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Th.6.17, X.Mem.3.11.8; see, S.Ph.75, etc.; hear, βοήν Id.Aj. 1318, cf. Ph.252; οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντανιν ib.445; τινὸς ὑποστενούσης αἰ. Id.El.79; βοῆς E.Hipp.603, etc.    2 of mental perception, perceive, understand, τῇ γνώμῃ αἰσθέσθαι Hp.Off.1; τὸ πραχθέν Lys.9.4, cf. Th.3.36, etc.:— hear, learn, v. infr. 11: abs., αἰσθάνει you are right, E.Or.752; ᾔσθημαι, in parenthesis, Id.Hipp. 1403.    II Construct. in both senses, c. gen., take notice of, have perception of, τῶν κακῶν E.Tr.638 s. v.l.; rarely περί τινος Th.1.70; αἰ. ὑπό τινος learn from one, Id.5.2; διά τινος Pl.Tht.184e, al.: c. acc., S.El.89, Ph.252, E.Hel.653, 764, etc.:—freq. with part. agreeing with subject, αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51; αἰσθώμεθα γελοῖοι ὄντες Pl.Thg.122c; agreeing with object, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην A.Pr.957, cf. Th.1.47, etc.; ἤδη τινῶν ᾐσθόμην ἀχθομένων Lys.16.20, cf. Pl.Ap.22c; ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V.176: less freq. c. acc. et inf., Th.6.59; αἰ. ὅτι . . Id.5.2, Pl.Ap.21e, etc.; ᾔσθετο ὅτι τὸ στράτευμα ἦν . . X.An.1.2.21; αἰ. ὡς . . ib.3.1.40, etc.; οὕνεκα . . S.El. 1477:—abs., αἰσθανόμενος having full possession of one's faculties, τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26; sensible, of keen perception, καὶ μετρίως αἰσθανομένῳ φανερόν X.Mem.4.1.1, cf. Th.1.71, Pl.R.360d.—The Pass. is supplied by αἴσθησιν παρέχω, cf. αἴσθησις 1.    III display feeling, Arist.Po.1454b37.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθάνομαι: (πρβλ. αἴσθομαι), Ἰων. γ΄ πληθ. εὐκτ. αἰσθανοίατο, ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. Εἰρ. 209: - παρατ. ᾐσθανόμην: μέλλ. αἰσθήσομαι, Ἀττ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. αἰσθανθήσομαι καὶ αἰσθηθήσομαι): ἀόρ. β΄ ᾐσθόμην, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.: παρακ. ᾔσθημαι· μεταγεν. ἀόρ. α΄, ᾐσθησάμην, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 418 καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. ᾐσθήθην: - Ἀποθ.: (ἀΐω)· (ἡ √ΑΙΣ φαίνεται ἐκτεταμένος τύπος τῆς ΑΙ, ἀΐω, ὃ ἴδε). Ἀττ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδότῳ) = ἐννοῶ, λαμβάνω γνῶσιν, καταλαμβάνω διὰ τῶν αἰσθήσεων, Ἡρόδ. 3. 87· αἰσθ. τῇ ἀκοῇ, τῇ ὀσμῇ, Θουκ. 6. 17, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8: - βλέπω, Σοφ. Φ. 75, κτλ.: - ἀκούω, βοήν, ὁ αὐτ. Αἴ. 1318· πρβλ. Φ. 252· οὐκ εἶδον, ᾐσθόμην δ’ ἔτ’ ὄντα νιν, αὐτόθι 445· ᾖσθ. τινὸς ὑποστενούσης, ὁ αυτ. Ἠλ. 79, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 603, κτλ. 2) ἐπὶ διανοητικῆς καταλήψεως, διακρίνω, ἐννοῶ, ὡσαύτως: ἀκούω, μανθάνω· συχν. παρ’ Ἀττ.: - ἀπολ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, ἔχεις δίκαιον, ὀρθῶς ἐννοεῖς τὸ πρᾶγμα, Εὐρ. Ὀρ. 752. ΙΙ. συντασ. ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν μετὰ γεν., ἀντιλαμβάνομαί τι, λαμβάνω γνῶσίν τινος, τῶν κακῶν, Εὐρ. Τρῳ. 633, κτλ., σπαν. περί τινος, Θουκ. 1. 70· αἰσθ. ὑπό τινος μανθάνω παρά τινος, ὁ αὐτ. 5. 2. 2) διά τινος, διὰ μέσου τινός, συχν. παρὰ Πλάτ.· - ὡσαύτως μετὰ αἰτιατ., Σοφ. Ἠλ. 89. Φ. 252., Εὐρ. Ἑλ. 653, 764, κτλ.: - αἱ ἐξηρτημέναι προτάσεις συνάπτονται κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχὴν συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ὑποκείμενον, αἰσθάνομαι κάμνων, Θουκ. 2. 51· αἰσθάνομεθα γελοῖοι ὄντες, Πλάτ. Θεαίτ. 112C· ἢ συμφωνοῦσαν πρὸς τὸ ἀντικείμενον, τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, Αἰσχύλ. Πρ. 957· πρβλ. Θουκ. 1. 47, κτλ.: Σπανιώτερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρεμ., ὁ αὐτ. 6. 59· ὡσαύτ. ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι ἦν ..., Ξεν. Ἀν. 1. 2. 21: αἰσθάνεσθε ὡς..., αὐτόθι 3. 1. 40, κτλ., οὕνεκα..., Σοφ. Ἠλ. 1477: - αἰσθανόμενος τῇ ἡλικίᾳ, ἀπολ. ἔχων τὰς δυνάμεις μου ἐντελῶς ἀνεπτυγμένας ἕνεκα τῆς ἡλικίας μου (ἢ παρὰ τὴν ἡλικίαν μου), Θουκ. 5. 26· ἴδε Poppo ἐν τόπῳ. Τὸ παθ. ἀναπληροῦται διὰ τῆς φράσ. αἴσθησιν παρέχω, πρβλ. αἴσθησις.

French (Bailly abrégé)

impf. ᾐσθανόμην, f. αἰσθήσομαι, ao.2 ᾐσθόμην, pf. ᾔσθημαι;
1 percevoir par les sens, gén. ou acc.;
2 percevoir par l’intelligence, s’apercevoir, comprendre, gén. ou acc. ; αἰσθ. ὑπό τινος THC apprendre de qqn ; ᾔσθησαί μου ψευδομαρτυροῦντος ; XÉN m’as-tu surpris rendant un faux témoignage ? εἰ λυπουμένην γ’ αἴσθοιτό με AR s’il s’apercevait que j’ai du chagrin ; αἰσθ. ὅτι, ὡς s’apercevoir, comprendre que ; ἐπεὶ ᾔσθετο τὸ στράτευμα ὅτι XÉN lorsqu’il avait appris que l’armée… (prolepse) ; ψυχὴ θεῶν ᾔσθηται ὅτι εἰσί XÉN l’âme a le sentiment qu’il y a des dieux (prolepse) ; ὁπότε τις αἴσθοιτο κάμνων THC lorsqu’on se sentait atteint par le mal ; abs. comprendre, être intelligent, avoir conscience de soi, être en possession de ses facultés ; οἱ αἰσθανόμενοι THC les gens de bon sens.
Étymologie: ἀΐω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): αἴσθομαι Ach.Tat.4.4.6, a veces como var. Th.5.26 (ap.crít.), Pl.R.608a, Isoc.3.5

• Morfología: [v. med.-pas. fut. αἰσθανθήσομαι LXX Is.49.26, αἰσθηθήσομαι LXX Is.33.11; aor. subj. αἰσθήσωμαι Sch.Arat.418, αἰσθηθῶ LXX Ib.40.23; tard. act. (dud.) ἐσθάνετε (l. αἰσθ-) POxy.3417.10 (IV d.C.)]
I de la percepción por los sentidos
1 en sent. gener. conocer por los sentidos op. γιγνώσκω: μήτε ἃ τῷ ἄλλῳ σώματι αἰσθάνεται, μηδὲ ἃ τῇ γνώμῃ γιγνώσκει Critias B 39
op. ξυνίημι: ἄνθρωπον γάρ φησι τῶν ἄλλων διαφέρειν ὅτι μόνον ξυνίησι, τὰ δ' ἄλλα αἰσθάνεται μέν, οὐ ξυνίησι δέ Alcmaeo B 1a
op. θεωρεῖν: τὸ κατ' ἐνέργειαν (αἰσθάνεσθαι) τῷ θεωρεῖν διαφέρει ὅτι ... Arist.de An.417b18
op. φρονεῖν y νοεῖν: οὐ ταὐτόν ἐστι τὸ αἰσθάνεσθαι καὶ τὸ φρονεῖν ... ἀλλ' οὐδὲ τὸ νοεῖν Arist.de An.427b7-9
τῷ αἰσθάνεσθαι τὸ ζῷον πρὸς τὸ μὴ ζῷον διορίζομεν Arist.Iuu.467b24.
2 en sent. específico percibir, ver, oír, tocar, oler con un determinante del campo de la percepción sensible c. ac. βοήν percibir, oír un grito S.Ai.1318, ὥς μοι πολλὰς μὲν θρήνων ᾠδάς, πολλὰς δ' ... ᾔσθου ... πλαγάς cuántos cantos de duelo me oíste y cuántos golpes me viste darme S.El.89, οὐδ' ὄνομ' <ἄρ'> οὐδὲ τῶν ἐμῶν κακῶν κλέος ᾔσθου S.Ph.252
c. gen. βοῆς E.Hipp.603, ὦ θεῖον ὀσμῆς πνεῦμα ... ᾐσθόμην σου E.Hipp.1392, τῆς φωνῆς Ach.Tat.4.4.6, c. gen. y part. concord. c. el gen. τινὸς ὑποστενούσης S.El.79
c. dat. τῇ ψαύσει Democr.B 11, τῇ ὄψει καὶ τῇ ἁφῇ καὶ τῇ ἀκοῇ Hp.Off.1, τῇ ὄψει Th.7.75, ἀκοῇ Th.6.17, 20, τῇ ὀσμῇ X.Mem.3.11.8
sin determinante del campo de la percepción sensible ver δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας A.Pr.957, με S.Ph.75
oír οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ' ἔτ' ὄντα νιν S.Ph.445, τὰ τῶν φίλων κακά E.Hel.764, μηδ' ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο Ar.Pax 209, πάντα Th.1.133
oler τὸν δὲ (el caballo de Darío) αἰσθόμενον φριμάξασθαι Hdt.3.87.
II de la percepción intelectual
1 como resultado de un proceso de percepción sensible darse cuenta, conocer, enterarse c. ac. τὸ γεγενημένον Th.4.44, τὸν θροῦν Th.4.66, cf. E.Tr.638, c. part. pred. del suj. αἰσθάνομαι κάμνων Th.2.51. c. part. pred. del compl. dir. ᾔσθοντο αὐτοὺς προσπλέοντας Th.1.47, ἐγγὺς ὄντα ᾐσθάνοντο αὐτόν Th.7.2, εἴ τινά κ[α σ] υνωμοσίαν αἴσ[θ] ωμαι ἐοῦσαν [ἢ γι] νομέναν IPE 12.401.45 (Quersoneso Táurico III a.C.)
c. constr. propias de verbos de lengua y pensamiento αἰ. ὅτι Th.5.2, X.An.1.2.21, αἰσθανθήσεται πᾶσα σὰρξ ὅτι ἐγὼ κύριος LXX Is.49.26
c. ὡς X.An.3.1.40
c. prep. c. gen. enterarse por ὑπ' αὐτομόλων Th.5.2, δι' ὧν Pl.Tht.184e
recordar ἡ τρίτη (ἀναγνώρισις) διὰ μνήμης, τῷ αἰσθέσθαι τι ἰδόντα Arist.Po.1454b37
abs. ὡς δὲ ἄνω πλείους ἐγένοντο, ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες Th.3.22, c. sent. irón. νῦν ὄψεσθε, νῦν αἰσθηθήσεσθε LXX Is.33.11.
2 de un proceso netamente mental entender, percibir mentalmente, conocer τῇ γνώμῃ Hp.Off.1, Th.7.75
c. ac. τὸ μέλλον Th.1.90, τὰς αἰτίας Th.2.60, τοῦτο Th.3.36, τὴν διάνοιαν Th.7.60, τὰ τῆς θεοῦ E.Hel.653, τὸ πραχθέν Lys.9.4
τὰ κατὰ τὴν Πρωτάρχου ἐπιστολήν PSI 552.29 (III a.C.)
c. giro prep. περί τινος Th.1.70
c. part. pred. concord. c. suj. οὐκ αἰσθάνονται τὰ αὐτὰ πράττοντες Thrasym.B 1, ὄντες γελοῖοι Pl.Thg.122c
c. part. en gen. ᾐσθόμην τεχνωμένου Ar.V.176, ἤδη τινων ᾐσθόμην ἀχθομένων μοι Lys.16.20
c. constr. propias de verbos de lengua y pensamiento αἰσθόμενος οὐκ ἂν πείθειν αὐτούς Th.5.4, αἰσθανόμενος αὐτοὺς μέγα ... δύνασθαι Th.6.59, αἰ. ὅτι ... Pl.Ap.21e, οὕνεκα S.El.1477
abs. ᾔσθημαι me doy cuenta E.Hipp.1403, cf. Or.752, οἱ δὲ δυνατοὶ αἰσθόμενοι Συρακοσίους ἐπάγονται Th.5.4, οὐκ αἰσθήσετ' οὐδείς Men.Dysc.902.
3 abs. en part. tener capacidad de juicio τῇ ἡλικίᾳ Th.5.26, ἄνθρωποι αἰσθανόμενοι Th.1.71, cf. X.Mem.4.1.1, Pl.R.360d, τούτους ἀφώνους, αἰσθανομένους δέ, ξυμβαίνει γίνεσθαι Hp.Coac.194.
4 dud., tal vez act. ser comprensivo, tener sensibilidad, buenos sentimientos οὐκ ἐσθάνετε ἀνθρώποις POxy.l.c.

• Etimología: Cf. 1 ἀίω.

English (Abbott-Smith)

αἰσθάνομαι, [in LXX for בּין, חפז, ידע ;]
to perceive: c.acc. rei (Bl., §36, 5; MM, VGT, s.v.), Lk 9:45 (Cremer, 619 f.). †