τρίβος: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(Bailly1_5) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ <i>ou</i> ὁ)<br /><b>I.</b> chemin fréquenté <i>litt.</i> usé par les allées et venues : [[ἐν]] τρίβῳ οἰκεῖσθαι HDT habiter sur une grande route, sur le passage des armées, être exposé aux déprédations ; action d’aller souvent, allées et venues;<br /><b>II.</b> action de frotter, d’user, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action d’user par le frottement;<br /><b>2</b> long retard, délai, lenteur.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | |btext=ου (ἡ <i>ou</i> ὁ)<br /><b>I.</b> chemin fréquenté <i>litt.</i> usé par les allées et venues : [[ἐν]] τρίβῳ οἰκεῖσθαι HDT habiter sur une grande route, sur le passage des armées, être exposé aux déprédations ; action d’aller souvent, allées et venues;<br /><b>II.</b> action de frotter, d’user, <i>d’où</i><br /><b>1</b> action d’user par le frottement;<br /><b>2</b> long retard, délai, lenteur.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from tribo (to "[[rub]]"; [[akin]] to teiro, truo, and the [[base]] of [[τράγος]], [[τραῦμα]]); a [[rut]] or [[worn]] [[track]]: [[path]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 25 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, but ὁ in E.Or.1251,1258, El.103, Plu.Arat.22: (τρίβω):—
A worn or beaten track, ἐν τρίβῳ μάλιστα οἰκημένοι in the path (of the war), Hdt.8.140. β' (so ἐν τ. τοῦ πολέμου κείμενος D.H.6.34, 11.54); τ. ἁμαξήρης E.Or.1251; λεπτὴν τ. ἐξανύσαντες Theoc. 25.156; ἡ τ. τῆς ἀτραποῦ the track of the path, D.S.17.49; διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί by following a track, X.Cyr.4.5.13. 2 metaph., path, h.Merc.448; ποίην τις βιότοιο τάμοι τρίβον; AP9.359 (Posidipp.); βιότου τ. ὁδεύειν Anacreont.38.2; ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; AP5.301.1 (Agath.); τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τ. track, Plu.2.68of: pl., τρίβοι ἐρώτων A.Supp.1042 (lyr.). II rubbing, attrition, Id.Ag.391 (lyr.); τ. κρηπῖδος the rubbing of a shoe, Aret.SD2.12. 2 socket, friction-joint, ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος . . τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη Hp.Art.7, cf. 55; τὸ ἔθος τρίβον ποιεῖ Id.Mochl.41; area of friction or pressure of a bandage, Id.Off.8. 3 delay, A.Ag.197 (lyr.). III bodily exercise, Nic. Al.592 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1140] ἡ, auch ὁ, Eur. Or. 1248, Pors., u. Plut. Arat. 22, – 1) ein durch vieles Gehen abgeriebener, gebahnter Weg, vielbetretener Fußsteig, H. h. Merc. 448; die große Landsträße, ἁμαξήρης, Eur. Or. 1251 u. öfter; Her. 8, 140, 2; Xen. Cyr. 4, 5, 13; sp. D., βιότου Anacr. 38, 2, ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Agath. 3 (V, 302). – 2) das Reiben, Aesch. Ag. 380, κρηπῖδος. – Auch die durch Reiben entstandene Höhlung, das Loch, Hippocr. – 3) übtr. wie τριβή, Uebung und dadurch erlangte Geschicklichkeit, Hippocr.; das Verweilen wobei, Beschäftigung womit, Umgang, Aesch. Suppl. 1026; auch Aufenthalt, Verzug, παλιμμήκη χρόνον τεθεῖσαι τρίβῳ Aesch. Ag. 190.
Greek (Liddell-Scott)
τρίβος: [ῐ], ἡ, ἀλλά, ὁ, ἐν Εὐριπ. Ὀρ. 1251, 1258, Ἠλ. 103, Πλουτ. Ἄρατ. 22· (τρίβω) - τετριμμένη ἢ πεπατημένη ὁδός, ἢ ἀτραπός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 148· ἐντεῦθεν ἡ δημοσία ἢ μεγάλη ὁδός, ἐν τρίβῳ οἰκημένοι Ἡρόδ. 8. 140, 2· (πρβλ. ἐν τρ. τοῦ πολέμου κεῖσθαι, Διον. Ἁλ. 6. 34, κλπ.)· τρ. ἁμαξήρης Εὐρ. Ὀρ. 1251· λεπτὴν τρ. ἐξανύσαι Θεόκρ. 25. 156· ἡ τρ. τῆς ἀτραποῦ, Διόδ. 17. 49· διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί, ἀκολουθήσαντες ἀτραπόν τινα, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 13. 2) μεταφ., ὁδὸς τοῦ βίου, βιότου τρ. ὁδεύειν Ἀνακρεόντ. 41. 2· ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Ἀνθ. Π. 5. 302· τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τρ. Πλούτ. 2. 680F· οὕτω, τρίβοι ἐρώτων, περίφρ. ἀντὶ τοῦ ἔρωτες, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1043. ΙΙ. τριβή, προστριβή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 391· τρ. κρηπῖδος, ἡ προστριβὴ πεδίλου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12. 2) κοιλότης γενομένη ἐκ τῆς τριβῆς, τρίβον ἑαυτῇ πεποιημένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783, πρβλ. π. Ἄρθρ. 822. ΙΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ τριβὴ ΙΙ, ἄσκησις, ἐφαρμογή, χρῆσις, τρίβον λαμβάνω, συνηθίζω εἰς τόπον τινὰ ἢ πρᾶγμα, Ἱππ. 822Ε, πρβλ. 783F. 2) διατριβή, ἀναβολή, μέλλησις (‘exquisitus pro τριβή,’ Herm.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 197. IV. σωματικὴ ἄσκησις ἢ γύμνασις, Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 592.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ ou ὁ)
I. chemin fréquenté litt. usé par les allées et venues : ἐν τρίβῳ οἰκεῖσθαι HDT habiter sur une grande route, sur le passage des armées, être exposé aux déprédations ; action d’aller souvent, allées et venues;
II. action de frotter, d’user, d’où
1 action d’user par le frottement;
2 long retard, délai, lenteur.
Étymologie: τρίβω.
English (Strong)
from tribo (to "rub"; akin to teiro, truo, and the base of τράγος, τραῦμα); a rut or worn track: path.