πολιτεία: Difference between revisions
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au sens de citoyen privé</i>;<br /><b>1</b> la qualité et les droits de citoyen, droit de cité;<br /><b>2</b> vie d’un citoyen, genre de vie d’un citoyen;<br /><b>II.</b> <i>au sens politique</i>;<br /><b>1</b> vie et administration d’un homme d’État, participation aux affaires publiques;<br /><b>2</b> <i>au sens collect.</i> mesures de gouvernement;<br /><b>3</b> constitution d’un État, forme de gouvernement, régime politique <i>en gén. ; particul.</i> constitution démocratique.<br />'''Étymologie:''' [[πολιτεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au sens de citoyen privé</i>;<br /><b>1</b> la qualité et les droits de citoyen, droit de cité;<br /><b>2</b> vie d’un citoyen, genre de vie d’un citoyen;<br /><b>II.</b> <i>au sens politique</i>;<br /><b>1</b> vie et administration d’un homme d’État, participation aux affaires publiques;<br /><b>2</b> <i>au sens collect.</i> mesures de gouvernement;<br /><b>3</b> constitution d’un État, forme de gouvernement, régime politique <i>en gén. ; particul.</i> constitution démocratique.<br />'''Étymologie:''' [[πολιτεύω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[πολίτης]] ("[[polity]]"); [[citizenship]]; concretely, a [[community]]: [[commonwealth]], [[freedom]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:51, 25 August 2017
English (LSJ)
Ion. πολῑτ-ηΐη, ἡ,
A condition and rights of a citizen, citizenship, Hdt.9.34, Th.6.104, etc.; π. δοῦναί τινι X.HG1.2.10: pl., grants of citizenship, Arist.Ath.54.3. 2 the daily life of a citizen, And.2.10, D. 19.184; ἐν εἰρήνῃ καὶ π. Id.20.122; life, living, ἡ ἐν Βοιωτίᾳ π. Plb.18.43.6; so perh. Ep.Eph.2.12. 3 concrete, body of citizens, Arist.Pol. 1292a34. 4 = Lat. civitas in geographical sense, SIG888.118 (Scaptopara, iii A. D.), Mitteis Chr.78.6 (iv A. D.), etc. II government, administration, Ar.Eq.219, X.Mem.3.9.15, etc.; ἄγειν τὴν π. Th.1.127; πρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῇ π. κεχρῆσθαι Hyp.Eux.29; course of policy, τῇ π. καὶ τοῖς ψηφίσμασι D.18.87, cf. 9.3 (pl.), 18.263; ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.3.150; ἡ πρὸς Ῥωμαίους ὁμιλία καὶ π. Str.16.2.46: pl., acts of policy, J.Vit.65. 2 tenure of public office, πᾶσαν π. ἐπιφανῶς ἐκτελέσαι IG4.716.6 (Hermione); ἐν τοῖς τῆς π. χρόνοις IPE12.32B76 (Olbia, iii B. C.). III civil polity, constitution of a state, Antipho 3.2.1, Th.2.37, etc.; τὴν ἐλευθερίαν... μᾶλλον δὲ καὶ τὰς π. D.18.65; form of gouernment, Pl.R.562a, etc.; ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π., τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Aeschin.1.4, cf. Arist.Pol.1293a37, etc.; αἱ τέτταρες π. Pl.R.544b; ἥτις ἂν π. συμφέρῃ Lys.25.8; π. ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1289a15, cf. 1274b26 (pl.), 1289b27 (pl.); ὅπου μὴ νόμοι ἄρχουσιν οὐκ ἔστι π. ib.1292a32; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι π. ib.1288b31, cf. X.Ath.1.1, etc. 2 esp. republican government, free common-wealth, Arist.EN1160a34, Pol. 1293b22; ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, καλεῖται π. ib.1279a39; ἄπιστον ταῖς π. ἡ τυραννίς D.1.5; οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς π. αἱ πρὸς τοὺς τυράννους . . ὁμιλίαι Id.6.21; τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν Id.15.20; ταῖς μὲν π. πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Isoc.4.125; ἔστι δήμου ἡ π. βίος Plu.2.826c.
German (Pape)
[Seite 656] ἡ, ion. πολιτηΐη, das Bürgersein, der Stand, die Rechte des freien Bürgers, Her. 9, 34 u. öfter; das Leben als Bürger in einer Stadt, Pol. 18, 26, 6; Bürgerrecht, Thuc. 6, 104; τῆς ἐν Ἄργει μετέχειν, Xen. Hell. 4, 4, 6; πολιτείαν δοῦναί τινι, 1, 2, 10; Dem. 12, 10; τυχὼν τῆς πολιτείας, Pol. 6, 2, 12; dah. die Theilnahme an der Staatsverwaltung, οἷς γάρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολ., Dem. 19, 184; Xen. Mem. 3, 9, 15; ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν, Aesch. 3, 150; auch τὴν πολιτείαν ἄγων, Thuc. 1, 127; Staatsverfassung; im Allgemeinen, πολιτεῖαι τρεῖς, τυραννίς, ὀλιγαρχία, δημοκρατία, Aesch. 1, 4; καλλίστη πολιτεία τυραννίς, Plat. Rep. VIII, 562 a; μοναρχικὴ καὶ δημοκρατική, Legg. VI, 756 e; ἀριστοκρατία, Polit. 301 a, u. öfter; Arist., Pol. u. A.; bes. die freie demokratische Verfassung, im Ggstz der μοναρχία Isocr. 4, 125, der τυραννίς Dem. 1, 5; τὰς πολιτείας καταλύοντας καὶ μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν, Dem. 15, 20, u. öfter; Ar. Equ. 217 sagt τὰ δ' ἄλλα σοι πρόσεστι δημαγωγικά, φωνὴ μιαρά, γέγονας κακῶς, ἀγοραῖος εἶ· ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ; Plat. setzt auch gegenüber χρήσιμοι εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους, Legg. VI, 796 d. – Uebh. civitas, Staat, περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209, verbannen.
Greek (Liddell-Scott)
πολιτεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, (πολιτεύω) ἡ σχέσις τοῦ πολίτου πρὸς τὴν πόλιν ἢ τὸ κράτος, ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, πολιτικὰ δικαιώματα, Λατ. civitas, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 6. 104, κτλ.· πολιτείαν δοῦναί τινι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· π. ἐστί μοι ἐν πόλει αὐτόθι 1. 2, 10. 2) ὁ βίος τοῦ πολίτου, ὁ τρόπος τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου τινός, Λατ. ratio vitae civilis, Ἀνδοκ. 21. 7, Δημ. 399. 6· ἐν εἰρήνῃ καὶ πολιτείᾳ Δημ. 494. 3· ― παρὰ μεταγεν., καθόλου, ζωή, βίος, ἐν τόπῳ Πολύβ. 18. 26, 6. 3) ὡς συγκεκριμένον, τὸ σύνολον τῶν πολιτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31., 4. 13, 7. ΙΙ. ὁ βίος καὶ ἡ ἀσχολία πολιτικοῦ ἀνδρός, διοίκησις, κυβέρνησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 219. Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 15, κτλ.· ― ἄγειν τὴν π. Θουκ. 1. 127· ἄλλον τρόπον τῇ π. κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου 389· ἡ Κλεοφῶντος π. Αἰσχίν. 75. 3· ἴδε ἐν λ. προαίρεσις 3· ― περιληπτικῶς, τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα ἐφαρμόζει ἡ κυβέρνησις, τῇ πολιτείᾳ καὶ τοῖς ψηφίσμασι Δημ. 254. 18, πρβλ. 314. 22. ΙΙΙ. πολιτικὴ σύνταξις, σύστημα πολιτικόν, πολίτευμα, Ἀντιφῶν 120. 40, Θουκ. 2. 37, κτλ.· τὴν ἐλευθερίαν…, μᾶλλον δὲ καὶ τὰς πολιτείας Δημ. 246. 25· ― εἶδος πολιτεύματος, Πλάτ. Πολ. 562A, κτλ.· ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π. τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Αἰσχίν. 1. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 544B, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 7, 1, κτλ.· ἥτις π. συμφέρῃ Λυσ. 171. 37· π. ἐστι τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. 3. 1, 1., 4. 3, 5. 2) κυρίως ἡ καλῶς συντεταγμένη δημοκρατικὴ πολιτεία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 8. 10, 1, Πολιτικ. 4. 8, 1. κἑξ.· ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, π. καλεῖται αὐτόθι 3. 7, 3· ἐπὶ παντὸς εἴδους διοικήσεως διὰ τῶν πολιτῶν γιγνομένης, ὀλιγαρχικῆς ἢ δημοκρατικῆς, αὐτόθι 4. 4, 19, πρβλ. 30· τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν αὐτόθι 4. 1, 4· ― ἀκολούθως, 3) καθόλου, ἐλευθέρα κοινότης, αὐτόνομος πολιτεία, Ξεν. Ἀθην. 1, 1. κτλ.· ἄπιστον ταῖς πολ. ἡ τυραννὶς Δημ. 10. 21· οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς πολιτείαις αἱ πρὸς τοὺς τυράννους... ὁμιλίαι ὁ αὐτ. 71, 8· τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 196, 12· τὰς μὲν π. πολεμοῦσι, τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Ἰσοκρ. 67A. ― Περὶ τῆς λέξ. ὅρα Πλούτ. 2. 826C-F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 441, Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. au sens de citoyen privé;
1 la qualité et les droits de citoyen, droit de cité;
2 vie d’un citoyen, genre de vie d’un citoyen;
II. au sens politique;
1 vie et administration d’un homme d’État, participation aux affaires publiques;
2 au sens collect. mesures de gouvernement;
3 constitution d’un État, forme de gouvernement, régime politique en gén. ; particul. constitution démocratique.
Étymologie: πολιτεύω.
English (Strong)
from πολίτης ("polity"); citizenship; concretely, a community: commonwealth, freedom.