θύννος
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ὁ,
A tunny-fish, Orac. ap. Hdt.1.62, A.Pers.424, Arist.HA 571a12, al., Ath.7.301e sqq.; θηρεύειν θύννον Phld.Rh.1.251S. (The connexion with θύνω, suggested by the line θύννοι μὲν θύνοντες, ἐν ἰχθύσιν ἔξοχοι ὁρμήν Opp.H.1.181, is dub.)
German (Pape)
[Seite 1225] ὁ (von θύω, θύνω, wegen seiner schnellen Bewegung, Opp. H. 1, 181 Ath. VII, 303 b), der Thunfisch, ein im mittelländischen Meere häufiger und beliebter Seefisch; Orac. bei Her. 1, 62; Aesch. Pers. 424 u. A.; vgl. bes. Ath. VII, 63 ff.
Greek (Liddell-Scott)
θύννος: ὁ, Λατ. Thynnus, μέγας τις ἰχθὺς τῆς Μεσογείου θαλάσσης περιλαμβάνων πολλὰ εἴδη, χρησιμεύων δὲ εἰς τροφήν, πρῶτον ἀναφερόμενος ἔν τινι χρησμῷ παρ’ Ἡροδ. 1. 62, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 424, Ἀριστ. π. τά Ζ. Ἱστ. 6. 17, 12., 8. 15, 3, κ. ἀλλ., Ἀθήν. σ. 301-303. Τὸ θηλ. εἶναι θύννα ἢ θυννίς. (Ἐκ τοῦ θύνω, θύω, ἕνεκα τῆς ταχείας καὶ ὁρμητικῆς αὐτοῦ κινήσεως, Ὀππ. Ἁλ. 1. 181· ἐντεῦθέν τινες γράφουσι θῦνος, ὡς συχνάκις ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, π.χ. τοῦ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ.). - Κατὰ τὸν Κοραῆν (Ξενοκρ. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρων Τροφῆς σ. 63) «ἔσωσε καὶ παρ’ ἡμῖν τὸ ἀρχαῖον ὄνομα» - «κατὰ μὲν τοὺς παλαιοὺς θύννος καὶ ὄρκυνος καὶ πηλαμύς, οὐ διαφόρου εἴδους ἀλλὰ διαφόρου ἡλικίας ἐστὶν ὀνόματα., οἱ δὲ νεώτεροι ἰχθυολόγοι, εἰ καὶ τἆλλα συγχωροῦσι, τὴν γοῦν πηλαμύδα ἑτέραν εἶναι τοῦ θύννου διατείνονται. Αἴτιον δὲ τῆς συγχύσεως τῶν ὀνομάτων φασὶ τὸ παραπλησίαν εἶναι τὴν πηλαμύδα τῷ θύννῳ» Σημ. Κοραῆ ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 65. - νῦν κοινῶν ὀνομάζεται, «τόννος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
thon, poisson.
Étymologie: θύνω, cf. θύω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θύννος, θηλ. θυννίς και θύννα)
τον(ν)ος, είδος μεγάλου εδώδιμου ψαριού της Μεσογείου που ανήκει στην οικογένεια τών σκομβριδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. δεν είναι ελληνικής προελεύσεως. Λανθασμένη η σύνδεση της με το εβρ. tannīn «θαλάσσιο τέρας». Στην αρχαιότητα συνδέθηκε παρετυμολογικά με τα θύνω, θύω (ΙΙ).
ΠΑΡ. αρχ. θυννάζω, θυνναίος, θύνναξ, θυννείον, θύννειος, θυννευτικός, θυννίζω, θυννίς, θυννίτης, θυννώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. θυννοθήρας, θυννοκέφαλος, θυννολογώ, θυννοσκοπείον, θυννοσκοπία, θυννοσκόπος, θυννοσκοπώ
μσν.
θυννόκομμαν, θυννομαγερία].
Greek Monotonic
θύννος: ὁ, τόνος, μεγάλο ψάρι, που τρώγεται στη Μεσόγειο, Χρησμ. παρά Ηροδ., σε Αισχύλ., κ.λπ. (από το θύνω, εξαιτίας της γρήγορης και ορμητικής του κίνησης).