οβελός

From LSJ
Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός)
1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα
2. μικρή οριζόντια γραμμή (—) ή βέλος με το οποίο οι γραμματικοί επισήμαιναν στο περιθώριο χειρογράφου νόθο λέξη, στίχο ή χωρίο αρχαίου κειμένου
3. φρ. α) «οβελός περιεστιγμένος» — σημάδι τών γραμματικών (με το οποίο δήλωναν περιττό ή πλεονάζον χωρίο, ιδίως σε φιλοσοφικά συγγράμματα
β) «οβελός μετ' αστερίσκου» — σημάδι με το οποίο δηλωνόταν ότι έπρεπε να αλλάξει η σειρά τών στίχων ποιήματος
νεοελλ.
μεταλλική ράβδος, εξάρτημα τών τουφεκιών παλαιότερων εποχών για γόμωση ή για καθαρισμό της κάννης, η βέργα
μσν.
βέλος, σαΐτα
αρχ.
1. οβολός
2. οβελίσκος, ως ταφικο μνημείο («ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λίθινους», Ηρόδ.)
3. παροιμ. «τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῡ» — λεγόταν για κάποιον που έπαιρνε κάτι από εκεί που δεν έπρεπε να το πάρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η εναλλαγή δ / β στους τ. ὀδελός / ὀβελός αποδεικνύει την ύπαρξη χειλουπερωικού φθόγγου στη ρίζα της λ. (IE gwel- «δαγκώνω, κεντρίζω»). Στην ιων. -αττ. διάλεκτο επικράτησε ο τ. ὀβελός με χειλικό σύμφωνο, πιθ. κατ' επίδραση των Συγγενικών σημασιολογικά βέλος / βελόνη, ενώ ο τ. ὀβελλός εμφανίζει υστερογενή διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. και ὠβάλλω). Ο αττ. τ. ὀβολός έχει προέλθει από ὀβελός με αφομοιωτική τροπή του -ε-σε -ο-, πιθ. κατ' επίδραση των πολλών συνθ. σε -βόλος. Το αρκτικό ο
τών τ. πρέπει να έχει τη θέση πρόθεσης (πρβλ. -[II]). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για δάνειες λ. Αρχικά οι οβελοί (λεπτές σιδερένιες ράβδοι) χρησιμοποιήθηκαν ως νόμισμα και, αργότερα, έξι οβολοί, όσους ακριβώς μπορούσε να κρατήσει κανείς στην παλάμη του, οδήγησαν στην καθιέρωση της δραχμής ως βασικού νομίσματος στην Αττική (πρβλ. δραχμή < δράττομαι «κρατώ στην παλάμη»)].