ὀρθοδοξία
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ,
A right opinion, Poll. 4.7, Hierocl.in CA10p.435M., Olymp.in Phd.p.113 N.
German (Pape)
[Seite 374] ἡ, die rechte, richtige Meinung, Poll. 4, 7; die Rechtgläubigkeit, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοδοξία: ἡ ὀρθὴ γνώμη, δοξασία, Πολυδ. Δ΄, 7. - Ἐκκλησιαστ., ὀρθὴ δοξασία περὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κακοδοξίαν, Εὐσέβ. ΙΙ, 272Α, Ἀθαν. Ι. 237D, II, 720Α, Βασίλ. IV, 561Α. - Ἡ Κυριακὴ ἢ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, οὕτως ὀνομάζεται ἡ πρώτη Κυριακὴ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἑορταζομένη πρὸς ἀνάμνησιν τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ἐπὶ τῆς βασιλείας Μιχαὴλ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοφίλου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 191. 156, 18, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀρθοδοξία) ορθοδοξώ
1. η ορθή δοξασία, η ορθή γνώμη
2. το ορθό θρησκευτικό δόγμα, η ορθή και αναλλοίωτη χριστιανική πίστη η οποία στηρίζεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, φύλακας της οποίας είναι η Εκκλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο τών ορθόδοξων χριστιανών
2. μτφ. η πιστή προσήλωση στις βασικές αρχές ενός δόγματος, ιδίως πολιτικού
νεοελλ.-μσν.
1. η διδασκαλία και το δόγμα της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, σε αντιδιαστολή προς τα δόγματα της Δυτικής Εκκλησίας και τών άλλων μη ορθόδοξων Εκκλησιών
2. φρ. «Κυριακή της Ορθοδοξίας» — η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά την οποία εορτάζεται η αναστήλωση τών εικόνων και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας εναντίον όλων τών αιρέσεων.