βιαστής

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαστής Medium diacritics: βιαστής Low diacritics: βιαστής Capitals: ΒΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: biastḗs Transliteration B: biastēs Transliteration C: viastis Beta Code: biasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = βιατάς, Ev.Matt.11.12.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, gewaltig, gewaltthätig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιαστής: -οῦ, ὁ, = βιατάς, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui use de violence;
2 qui prend de force, ravisseur.
Étymologie: βιάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ
violento, usurpador, Eu.Matt.11.12, Clem.Al.Strom.5.3.16.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from βιάζω; a forcer, i.e. (figuratively) energetic: violent.

English (Thayer)

βιαστου, ὁ (biazoo]);
1. strong, forceful: Pindar Ol. 9,114 (75); Pythagoras 4,420 (236; but Pindar only uses the form βιατας, so others).
2. using force, violent: Philo, agric. § 19. In βιασταί by whom the kingdom of God βιάζεται, i. e. who strive to obtain its privileges with the utmost eagerness and effort.

Greek Monolingual

ο (AM βιαστής)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει το αδίκημα του βιασμού
αρχ.-μσν.
όποιος χρησιμοποιεί βία
μσν.
επόπτης, επιστάτης
αρχ.
ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»].

Greek Monotonic

βιαστής: -οῦ, ὁ (βιάζω), αυτός που χρησιμοποιεί δύναμη, βίαιος άνδρας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βιαστής: οῦ ὁ применяющий усилие, т. е. борец NT.