ὀργίζω
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
X.Eq.9.2 : aor.
A ὤργισα Ar. and Pl. (v. infr.): (ὀργή II):— make angry, provoke to anger, irritate, τινα Ar.V.223,404, Pl.Phdr. 267c ; opp. εὔνουν ποιῆσαι, Arist.Rh.1415a35. II more freq. in Pass., Pl.Phdr.267d, etc. : fut. Med. (in pass. sense) ὀργιοῦμαι X.An.6.1.30, Lys.15.9, Isoc.18.4, etc. ; but ὀργισθήσομαι Lys.21.20, D.59.111 : aor. ὠργίσθην Lys.22.2, Pl.Prt.346b, etc.: pf. ὤργισμαι E.Hipp.1413, Ar.V.431, etc.: grow angry, be wroth, S.OT364, etc.: c. part., τίς γὰρ . . οὐκ ἂν ὀργίζοιτ' . . κλύων; ib.339, etc. ; τινι with a person or thing, E.Hel.1646, Th.4.128, Pl.Ap.23c, al. ; ὑπέρ τινος Th.1.143, Isoc.9.60 ; ἐπί τινι And.1.30, Lys.28.2, etc. ; ἐπί τινος D.21.183 ; διά τι X.An.1.2.26: abs., in part., ἄνθρωπος -όμενος in a passion, Antipho 5.72 ; τὸ -όμενον τῆς γνώμης their angry feelings, Th.2.59. Cf.ὀργαίνω.
German (Pape)
[Seite 370] zornig machen, aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσθαι dem πραΰνεσθαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, zornigwerden, zürnen; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσθ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; ὑπέρ τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισθῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργίζω: Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, κάμνω τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ κηλέω, αὐτόθι D· τῷ πραΰνω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· μετὰ μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων ; αὐτόθι 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., ἄνθρωπος ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. ὀργαίνω. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67.
French (Bailly abrégé)
ao. ὤργισα, f. et pf. inus.
Pass. f. ὀργισθήσομαι, ao. ὠργίσθην, pf. ὤργισμαι;
mettre en colère, irriter, acc.;
Moy. ὀργίζομαι (f. ὀργιοῦμαι) être fâché, s’irriter, τινι, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.
English (Strong)
from ὀργή; to provoke or enrage, i.e. (passively) become exasperated: be angry (wroth).
English (Thayer)
passive, present ὀργίζομαι; 1st aorist ὠργίσθην; (ὀργή); from Sophocles, Euripides, and Thucydides down; to provoke, arouse to anger; passive to be provoked to anger, be angry, be wroth (the Sept. for חָרָה, קָצַף, also for אַף חָרָה etc.): absolutely, Buttmann, 290 (250); cf. Winer's Grammar, §§ 43,2; 55,7); τίνι, ἐπί τίνι, L omits ἐπί) as in Andocides (405 B.C.>) 5,10); Isocrates, p. 230c.; (cf. Winer's Grammar, 232 (218)). (Compare: πρωργίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀργίζω) οργή
1. προκαλώ οργή σε κάποιον, ερεθίζω, εξοργίζω
2. (συν. το παθ.) οργίζομαι
θυμώνω πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι
3. μέσ. κυριεύομαι από οργή, καταλαμβάνομαι από θυμό
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) οργισμένος, -η, -ο
αυτός που έχει την οργή του θεού, καταραμένος.
Greek Monotonic
ὀργίζω: (ὀργή II), αόρ. ὤργισα,
I. κάνω κάποιον να θυμώσει, προκαλώ οργή, εξερεθίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. ὀργιοῦμαι, ὀργισθήσομαι· αόρ. αʹ ὠργίσθην, παρακ. ὤργισμαι, θυμώνω, οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· τινι, με κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀργίζω: (fut. pass. ὀργιοῦμαι - реже ὀργισθήσομαι) раздражать, сердить (τινά Plat., Arph.); pass. раздражаться, сердиться: ὀ. τινι Thuc., Lys., Eur., Xen. etc. быть в гневе, сердиться на кого-л.; ὀ. ἐπί τινος Dem., ἐπί τινι Lys., NT, ὑπέρ τινος Thuc., Isocr., διά τι Xen., περί τι Thuc., περί τινος Diog. L. сердиться за что-л. (из-за чего-л.); τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης Thuc. злоба.