τρίπους

From LSJ
Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπους Medium diacritics: τρίπους Low diacritics: τρίπους Capitals: ΤΡΙΠΟΥΣ
Transliteration A: trípous Transliteration B: tripous Transliteration C: tripous Beta Code: tri/pous

English (LSJ)

[ῐ], ποδος ὁ, ἡ, πουν, τό,

   A three-footed, of or with three feet: and so,    I measuring three feet, τ. τὸ εὖρος Hdt.3.60; τ. πλάτος IG12.372.14, al.; ὅρους . . μὴ ἔλαττον ἢ τρίποδας ib.22.2492.24; τ. [γραμμή] Pl.Men.83e; ἡ τ. [δύναμις] the side of a square three feet in area, Id.Tht.147d.    II going on three feet, prov. of an old man who leans on a staff, τρίποδι βροτῷ Hes.Op.533 (but τρίποδι βροτοὶ ἶς οι is prob. cj.); τρίποδας ὁδοὺς στείχει A.Ag.80 (anap.); cf. τριτοβάμων, and see the Sphinx's riddle in AP14.64.    III of tables, vessels, etc., three-legged, τ. λέβης A.Fr.1; τράπεζα Ar.Fr.530; ὑπόβασις Semus 15 :—but mostly    IV as Subst., τρίπους, ὁ,    1 tripod, i.e. three-legged cauldron, Il.18.344, Od.8.434, etc.; τ. ἐμπυριβήτης Il.23.702; ὑψίβατος τ. ἀμφίπυρος S.Aj.1405 (anap.); ἄπυροι τ. tripods untouched by fire, i.e. new, unused, Il.9.122, cf. Paus.4.32.1; used as κρατῆρες, Semus l. c., Phylarch.44J.; given as prizes, Il.11.700, 23.264, al.; as gifts of honour, 8.290, Od.13.13; in Crete used as currency, GDI4969.130; placed as votive gifts in temples, esp. in that of Apollo at Delphi, Th.1.132, SIG697 L3 (Delph., ii B. C.), etc.; ἡ τοῦ τ. ἀνάθεσις Lys.21.2; these were then called τ. ἀναθηματικοί, Δελφικοί, Apollon.Lex.; a street at Athens adorned with these gifts was called οἱ Τρίποδες, Paus.1.20.1; or they were preserved in private houses, Pi.I.1.19; they were mostly of bronze, Paus.4.12.8, but sts. of precious metals, even of gold, Pi.P.11.4, Hdt.9.81, Ar.Pl.9, Paus.10.13.9; sts. of wood, ξύλινοι τ. Id.4.12.8; from a tripod the Delphic Priestess delivered her oracles, E.Ion91 (anap.), Or.164 (lyr.), Orac. ap. Ar.Eq.1016, etc.: metaph., ὁπόταν ἐν τῷ τ. τῆς Μούσης καθίζηται [ὁ ποιητής] Pl.Lg.719c: prov., ἐκ τρίποδος λέγειν, i. e. authoritatively, Ath.2.37f; τὰ ἀπὸ τ., τὰ ἐκ τ., Zen.6.3, Diogenian.8.21, cf. Plu.Dem.29.    b Τρίπους, name of a work by Nausiphanes, D.L.10.14; of a work by Glaucias the Empiric, Gal.Subf.Emp.p.63B.    2 as a landmark, SIG826 E 13.23 (Delph., ii B. C.), 827 D15 (ibid., ii A.D.).    3 three-legged table, X.An.7.3.21, Plu.Cleom.13; κύκλος τρίποδος the circular top of... Artem.5.20, cf. 1.74.    4 a kind of ear-ring, Poll.5.97.    5 a musical instrument, described by Artemoap.Ath.14.637b. (The oldest nom. of stem τριποδ- is prob. τρίπος (q. v.), which comes from τριποδ-ς but was later regarded as an o-stem.)

German (Pape)

[Seite 1146] ουν, gen. -ποδος, dreifüßig, dreibeinig; τρίποδας μὲν ὁδοὺς στείχει Aesch. Ag. 80, von dem Alten, der sich auf den Stab stützt; – gew. als subst., ὁ τρίπους, der Dreifuß, ein dreifüßiger, eherner Kessel, den man über das Feuer stellte und Wasser darin kochte; Od. 10, 359 Il. 18, 344; ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα 22, 443; dah. heißt er ἐμπυριβήτης, Il. 23, 702; τρίποδες ἄπυροι, 9, 122. 264, entweder die noch nicht am Feuer gebraucht sind, oder die wegen ihrer vorzüglich schönen Arbeit nur zur Zierde dienen, 18, 373 ff.; sie werden als Kampfpreise vertheilt, Il. 11, 700. 23, 264. 485. 513. 718, Hes. O. 659, u. dienen zu Ehrengeschenken, Il. 8, 290 Od. 13, 13. 15, 84; τριπόδεσσιν καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ ἐκόσμησαν δόμον Pind. I. 1, 19; ἀμφίπυρος Soph. Ai. 1384; später dienten sie bes. zu Weihgeschenken, die in den Tempeln der Götter, z. B. des Apollo zu Delphi als Denk- od. Siegeszeichen aufgestellt wurden; sie waren von kunstvoller Arbeit und zuweilen von edeln Metallen, Her. 8, 82 Thuc. 1, 132 Paus. 10, 13, 5; sie heißen ἀναθηματικοί oder Δελφικοί, – Nach diesen hieß in Athen eine Straße οἱ τρίποδες. – Die delphische Priesterinn weissagte von einem Dreifuß, vgl. Eur. Or. 163. 954 Ion 91 u. öfter; dah. sprichwörtlich ὥςπερ ἐκ τρίποδος, wie vom delphischen Dreifuß, unfehlbar, zuversichtlich, Sp. – Auch ein Tisch mit drei Füßen, Xen. An. 7, 3, 21; vgl. Ath. II, 49. – Auch = drei Fuß lang, breit; τρ. τὸ εὖρος Her. 3, 60; γραμμή Plat. Men. 83 e.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων τρεῖς πόδας, ἐκ τριῶν ποδῶν συγκείμενος ὅθεν Ι. ὁ ἔχων ἔκτασιν τριῶν ποδῶν, τρ. τὸ εὖρος Ἡρόδ. 3. 60· τρ. πλάτος Συλλ. Ἐπιγρ. 160Α. 14. ὅρους... μὴ ἔλαττον ἢ τρίποδας αὐτόθι 93. 24· τρ. γραμμὴ Πλάτ. Μένων 83Ε. ΙΙ. ὁ βαδίζων ἐπὶ τριῶν ποδῶν, παροιμ., ἐπὶ γέροντος στηριζομένου ἐπὶ τῆς βακτηρίας, τρίποδι βροτῷ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531· τρίποδας ὁδοὺς στείχει Αἰσχύλ. Ἀγ. 80· πρβλ. τριτοβάμων, καὶ ἴδε τὸ αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Ο. Τ. ΙΙΙ. ἐπὶ τραπεζῶν, ἀγγείων, κλπ., ὁ ἔχων τρεῖς πόδας, τρ. λέβης Αἰσχύλ., Ἀποσπ. 1· τράπεζα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 447· ὑπόβασις Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Β· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον IV. ὡς οὐσιαστ., τρίπους, ὁ, 1) λέβης ἐκ χαλκοῦ ἔχων τρεῖς πόδας, ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν Ἰλ. Σ. 344 κἑξ., Ὀδ. Θ. 434, κλπ.· τρίπους ἐμπυριβήτης Ἰλ. Ψ. 702· ὑψίβατος τρ. ἀμφίπυρος Σοφ. Αἴ. 1405· ― πλὴν τούτων ὑπῆρχον καὶ τρ. ἄπυροι, μὴ προωρισμένοι διὰ τὸ πῦρ, οἵτινες, φαίνεται, ἦσαν εἰργασμένοι μετὰ πολλῆς τέχνης καὶ ἐτηροῦντο ὡς κοσμήματα τοῦ οἴκου, Ἰλ. Ι. 122, 264, πρβλ. Σ. 373 κἑξ., Παυσ. 4. 32, 1· ― ἢ ἐχρησίμευον ὡς κρατῆρες, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 38Α, Φύλαρχος αὐτόθι 142D. ― Παρ’ Ὁμ. συχνάκις μνημονεύονται τρίποδες διδόμενοι ὡς ἆθλα, ἵπποι… ἐλθόντες μετ’ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι Ἰλ. Λ. 700· ἱππεῦσιν… ἄεθλα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι... καὶ τρίποδ’ ὠτώεντα Ψ. 204, 485, κλπ.· ὡσαύτως ὡς τιμητικὸν δῶρον, πρώτῳ τοι μετ’ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, ἢ τρίποδ’ ἠὲ δύω ἵππους αὐτοῖσιν ὄχεσθιν Θ. 290, Ὀδ. Ν. 13. Ἐν μεταγεν. χρόνοις τρίποδες λεπτῆς ἐργασίας φέροντες ἐπιγραφὰς ἐτίθεντο ὡς ἀναθηματικὰ δῶρα ἐν ναοῖς, μάλιστα δὲ ἐν τῷ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς· οὗτοι τότε ἐκαλοῦντο τρ. ἀναθηματικοί, Δελφικοὶ (Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμηρ.)· καὶ ὁδὸς δέ τις ἐν Ἀθήναις κοσμουμένη διὰ τῶν ἀναθημάτων τούτων ἐκαλεῖτο οἱ Τρίποδες, Παυσ. 1. 20, 1· ἢ διετηροῦντο ἐν τοῖς οἴκοις, Πινδ. Ι. 1. 27. Κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν ἐκ χαλκοῦ, ἐνίοτε ὅμως καὶ ἐκ πολυτίμων μετάλλων, ἔτι δὲ καὶ ἐκ χρυσοῦ, Ἡρόδ. 8. 82., 9. 81, Πινδ. Π. 11. 7, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Θουκ. 1. 132, Λυσί. 161, 38, Παυσ. 10. 13, 9, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· ἐνίοτε ἐκ ξύλου, Παυσ. 4. 12, 8. 2)ἐκ τοιούτου τινὸς τρίποδος (Λατ. cortina) ἡ ἐν Δελφοῖς ἱέρεια ἐχρησμοδότει καθημένη ἐπὶ τοῦ ὅλμου (ἴδε τὴν λέξ.), Εὐρ. Ἴων 91, Ὀρ. 161, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016, κλπ.· ― μεταφ., ὅταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται [ὁ ποιητὴς] Πλάτ. Νόμ. 719C· παροιμ., ὡς ἐκ τρίποδος λέγειν, δηλ. αὐθεντικῶς, δογματικῶς, Ἀθήν. 37, ἐν τέλ.· οὕτω, τὰ ἀπὸ τρίποδος, τὰ ἐκ τρ. Παροιμιογρ., πρβλ. Πλουτ. Δημοσθ. 29. 3) ὡς ὅριον γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 93 24., 1711Α, 15. 4) τράπεζα ἔχουσα τρεῖς πόδας, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21, Πλούτ., κλπ. 5) εἶδος ἐνωτίου ἔχοντος σχῆμα τρίποδος, Πολυδ. Ε΄, 97. 6) μυστικόν τι ὄργανον περιγραφόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀρτέμωνος παρ’ Ἀθην. 637Β. ― Ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ― Πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 397-398, 866.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. τρίποδος
I. à trois pieds : τρίποδας ὁδοὺς στείχειν ESCHL faire la route sur trois pieds, càd à l’aide d’un bâton ; ὁ τρίπους :
1 trépied, vase à trois pieds;
2 siège à trois pieds, particul. trépied sacré d’Apollon sur lequel siégeait la Pythie pour rendre ses oracles ; τὰ ἐς τρίποδος PLUT les oracles du trépied;
3 table à trois pieds;
II. long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

English (Slater)

τρῐπους (-όδων, -όδεσσι(ν).)
   1 tripod ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν (P. 11.4) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον (i. e. which they had won as prizes in festivals) (I. 1.19) ἔνθεν μὲν [τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις[ (supp. Lobel: cf. fr. 66) fr. 59. 11.

Spanish

trípode

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
βλ. τρίποδος.

Greek Monotonic

τρίπους: [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει τρία πόδια ή που αποτελείται από τρία πόδια· και ομοίως·
I. αυτός που έχει έκταση τριων ποδιών, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. αυτός που βαδίζει με τρία πόδια, λέγεται για ηλικιωμένο που στηρίζεται σε μαγκούρα, σε Ησίοδ.· ομοίως, τρίποδας ὁδοὺς στείχει, σε Αισχύλ.
III. αυτός που έχει τρία πόδια (λέγεται για τραπέζι κ.λπ.)·
1. τρίποδας, μπρούτζινη χύτρα ή καζάνι με τρία πόδια, σε Όμηρ.· από ένα τρίποδα τέτοιου είδους (Λατ. cortina) η ιέρεια των Δελφών έδινε τους χρησμούς της, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. τραπέζι με τρία πόδια, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίπους -πουν, gen. -ποδος [τρι-, πούς] van drie voet, drie voet lang, drie voet breed; subst. ἡ τρίπους lijnstuk van drie voet; kwadraat van drie voet. met drie voeten:. τρίπους βροτός drievoetige sterveling (oude man met stok) Hes. Op. 533; τὸ ὑπέργηρων... τρίποδας ὁδοὺς στείχει extreme ouderdom gaat wegen met drie voeten (d.w.z. loopt met stok) Aeschl. Ag. 80. subst. ὁ τρίπους drievoet; tafel met drie poten; overdr.: ὁ τρίπους τῆς Μούσης de drievoet van de Muze (bron van inspiratie) Plat. Lg. 719c.