Συράκουσαι
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[ᾱ], αἱ, Syracuse, Th.5.4, Scymn.282, IGRom.1.495 (Sicily, i A.D.); Ion. Σῠρήκουσαι Hdt.7.154; Dor. Σῠράκοσαι Pi. P.2.1, D.S.22.8; also Σῠράκοσσαι, Pi.O.6.6 (with vv.ll.), cj. in B. 5.184 (Συράκουσσ- Pap., as also Marm.Par.52,71): Σῠράκουσα, ἡ, D.S.13.75, 14.14, St.Byz., Συράκουσσα Hdn.Gr.1.270 codd. Arc.; Σῠράκοσα, D.S.21.4; also Σῠρακώ, οῦς, ἡ, Epich.185 (name of a marsh, St.Byz.; called Tyraco, Vibius Sequester p.154 Riese).-- Adj. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, Syracusan, and as Subst.
A a Syracusan, BMus.Cat.Coins Sicily p.145, Th.l.c., IG12(9).1187.15 (Euboea, iii B.C.), etc.; Ion. and poet. Σῠρηκόσιος Hdt.7.154, AP5.191 (Mel.), Nonn.D.6.354; a form Σῠρακόσσιος Hdn.Gr.1.120; Σῠρακούσιος Pl.Ep.326b (s.v.l.); Συρρακούσιος v.l. in Lib.Or.12.36, cf. Choerob. in Theod.2.242, al.; fem. Σῠρᾰκοσσίς, γλῶσσα Nonn.D.9.22:—ἡ Συρακοσία [χώρα]
A the territory of S., Th.6.52 (and so L. Dind. reads for ἡ Συράκουσα or Συράκοσα in D.S. (v. supr.)): Συρακοσίων τράπεζα, prov. of luxurious living, Ar.Fr.216:—Σῠρᾱκοσεύς, έως, ὁ, St.Byz.
Greek (Liddell-Scott)
Σῠράκουσαι: -αἱ, πόλις τῆς Σικελίας· Ἰωνικ. Συρήκουσαι, Ἡρόδ.· Δωρικ. Συράκοσαι, Πινδ. Π. 2. 1 καὶ χάριν τοῦ μέτρου Σῠράκοσσαι. Böckh διάφορ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 6. 6· Σῠράκουσα, ἡ, ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ., Διόδ. 13. 75., 14. 11· Συράκοσα, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 490. 58· ὡσαύτως Συρακώ, οῦς, ἡ, Ἐπίχαρμ. 166 Ahr. ― Ἐπίθ. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, ἐκ Συρακουσῶν· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ κάτοικος τῶν Συρακ., Ἰωνικ. Συρηκούσιος, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.· ποιητ. Συρηκόσιος, Ἀνθ. Π. 5. 192· τύπος τις Συρακόσσιος μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Κανόσι σ. 56· θηλ. Συρακοσσὶς [[[γλῶσσα]]] Νόνν. Δ. 9. 22· ― ἡ Συρακοσία [[[χώρα]]] Θουκ. 6. 52 (καὶ οὕτως ὁ L. Dind. ἀναγινώσκει ἀντὶ ἡ Συράκουσα ἢ Συράκοσα παρὰ Διοδ. (ἴδε ἀνωτ.)· Σ. τράπεζα, παροιμία ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, Λατιν. Siculae dajes, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
Syracuse, ville de Sicile.
English (Strong)
plural of uncertain derivation; Syracuse, the capital of Sicily: Syracuse.
English (Thayer)
(so accented commonly (Chandler §§ 172,175); but according to Pape, Eigennamen, under the word, Συράκουσαι in Ptolemy, 3,4, 9; 8,9, 4), Συρακουσων, αἱ, Syracuse, a large maritime city of Sicily, having an excellent harbor and surrounded by a wall 180 stadia in length (so Strabo 6, p. 270; "but this statement exceeds the truth, the actual circuit being about 14English miles or 122stadia" (Leake, p. 279); see Dict. of Geogr. under the word, p. 1067b); now Siragosa: Acts 28:12.
Greek Monotonic
Σῠράκουσαι: [ᾱ], αἱ, Ιων. Συρήκουσαι, Δωρ. Συράκοσαι και Σῠράκοσσαι, Συρακούσες, πόλη της Κάτω Ιταλίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Σῠρᾱκόσιος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τις Συρακούσες, και ως ουσ. Συρακούσιος, Ιων. Συρηκούσιος, στον ίδ.· ποιητ. Συρηκόσιος, σε Ανθ.· ἡ Συρακοσία (χώρα), η περιοχή των Συρακουσών, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. pl.
Meaning: town in Sicily (Th. a.o.)
Other forms: Ion. Συρήκουσαι (Hdt.), Dor. Συράκοσ(σ)αι (Pi.) f. pl.; also Συράκο(υ)σα f. sg. (D. S.).
Derivatives: Adj. Συρακόσιος, Ion. -η-; also Συρακοσσεύς (St. Byz.), f. -κοσσίς (γλῶσσα, Nonn.); on the notation Schwyzer 525 w. n. 7.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From Συρακώ f., name of a marsh near the town (also of the town itself by Epich. 185) with ντ-suffix (as in Τάρας, -αντος a.o.), s. Kretschmer Glotta 14, 98f., v. Blumenthal Glotta 17, 154. Supposition on the etymology by Kretschmer ibd.: from Illyrian or an other IE language of Sicily with āko-suffix to OCS syrъ, Russ. syrój humid, raw, Lith. súras briny, ONorse sūrr sour a.o. (WP. 2, 513, Pok. 1039).