Πλειάς

From LSJ
Revision as of 21:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
constellation des Pléiades, formée de sept étoiles.
Étymologie: πλέω.

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΜΑ, Πλειάδα Ν, επικ. και ιων. τ. Πληϊάς, αιολ. τ. ονομ. πληθ. Πληϊάδες Α
1. μυθ. καθεμιά από τις επτά θυγατέρες του γίγαντα Άτλαντος και της Ωκεανίδας Πλειόνης, αδελφές τών Υάδων και του Ύαντος ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, κόρες μιας βασίλισσας τών Αμαζόνων, τις οποίες θεωρούσαν ως δημιουργούς του τραγουδιού και τών νυχτερινών γιορτών και οι οποίες για να αποφύγουν τον έρωτα του Ωρίονος μεταμορφώθηκαν σε περιστέρια, ενώ άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι τίς λυπήθηκε ο Ζευς και τίς μεταμόρφωσε σε αστέρες
2. ονομασία της ομάδας τών επτά δοκιμότερων ποιητών της αλεξανδρινής περιόδου, την οποία αποτελούσαν οι Αλέξανδρος ο Αιτωλός, Λυκόφρων ο χαλκιδεύς, Φιλίσκος ο Κερκυραίος, Όμηρος ο Βυζάτ, ντιος, Σωσίθεος ο Αλεξανδρεύς, Σωσιφάνης ο Συρακούσιος και Αιαντίδης ή Διονυσιάδης εκ Ταρσού, που έζησαν κατά την εποχή του Πτολεμαίου Φιλαδελφέως, 285
246 π.Χ.
3. αστρον. ανοιχτό αστρικό σμήνος που βρίσκεται στον ζωδιακό αστερισμό του Ταύρου, από το οποίο με γυμνό μάτι φαίνονται συνήθως έξι αστέρες, σμήνος γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία Πούλια και που στην Αρχαία Ελλάδα η επιτολή του τον Μάιο, σήμαινε την έναρξη του θέρους και η δύση του τον Νοέμβριο, την έναρξη του χειμώνα
νεοελλ.
1. (ως προσαγ.) ομάδα από ταλαντούχους δημιουργούς στους τομείς του πνεύματος και της τέχνης
πλειάδα γνωστών ηθοποιών»)
2. λογοτ. γενική ονομασία ομάδων από επτά Γάλλους ποιητές η καθεμιά, οι οποίοι έζησαν την ίδια εποχή και τους οποίους είχαν ενώσει δεσμοί φιλίας αλλά και ταυτότητα σκέψεων και δραστηριοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. Υάδες). Η σύνδεση της λ. με το περσ. pērūne «πλειάδες» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Ο ελλ. τ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του ρ. πλέω, αφού η επιτολή και η δύση τών αστέρων είχαν μεγάλη σημασία για τους ναυτικούς. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τα: πίμπλημι, πλείων και το επίθ. πολύς.

Russian (Dvoretsky)

Πλειάς: ион. Πληϊάς, άδος (ᾰδ) ἡ
1) Eur. = Πλειάδες;
2) Плеяда (прозвище, данное группе Александрийских трагиков: Гомеру - сыну Андромаха, Сосифею, Ликофрону, Александру Этолийскому, Филиску, Сосифану и Дионисиаду).