ναύφρακτος

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύφρακτος Medium diacritics: ναύφρακτος Low diacritics: ναύφρακτος Capitals: ΝΑΥΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: naúphraktos Transliteration B: nauphraktos Transliteration C: nayfraktos Beta Code: nau/fraktos

English (LSJ)

Att. ναύφαρκτος Phot. (ναύφ[ . . . .]ος IG12.296.30), ον: (φράσσω):—

   A shipfenced, Ἰάνων ν. Ἄρης, of the Greeks at Salamis, A.Pers.951 (lyr.); so ν. ὅμιλος ib.1029 (lyr.); στράτευμα E.IA1259; στρατός Ar.Eq.567; ναύφαρκτον βλέπειν to look like a ship of war, Id.Ach.95.

German (Pape)

[Seite 233] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; ὅμιλος, Aesch. Pers. 986; Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, 950; στράτευμα ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς στρατός auch ναύφρακτος heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ναύφρακτος: -ον, (φράσσω) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων ναύφρακτος Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. ὅμιλος αὐτόθι 1027· στράτευμα Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον ναύφαρκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
défendu par des vaisseaux, muni de vaisseaux.
Étymologie: ναύτης, φράσσω.

Greek Monolingual

ναύφρακτος και αττ. τ. ναύφαρκτος, -ον (Α)
1. (για τους Έλληνες στη Σαλαμίνα) αυτός που είναι φραγμένος από πλοία ή αυτός που έχει οχυρωθεί από πλοία
2. (κατά τον Ησύχ.) «ναύσταθμος»
3. (κατά τον Φώτ.) «ναύφρακτον καὶ ναύφαρκτον τὴν ναυτικὴν δύναμιν καλοῡσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ξυλό-φρακτος].

Greek Monotonic

ναύφρακτος: (φράσσω), Αττ. ναύ-φαρκτος, -ον, αυτός που βρίσκεται περιφραγμένος από πλοία, σε Αισχύλ., Ευρ.· στρατός, σε Αριστοφ.· ναύφρακτον βλέπειν, μοιάζω με πολεμικό πλοίο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ναύφρακτος: защищенный кораблями, огражденный своим флотом (ὅμιλος Aesch.; στράτευμα Eur.; στρατός Arph.): ναύφρακτον βλέπειν Arph. предполож. глядеть словно целый флот, т. е. грозно, воинственно.

Middle Liddell

ναύ-φρακτος, αττιξ ναύ-φαρκτος, ον φράσσω
ship-fenced, Aesch., Eur.; στρατός Ar.:— ναύφρακτον βλέπειν to look like a ship of war, Ar.