ἀδιάφθορος

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάφθορος Medium diacritics: ἀδιάφθορος Low diacritics: αδιάφθορος Capitals: ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: adiáphthoros Transliteration B: adiaphthoros Transliteration C: adiafthoros Beta Code: a)dia/fqoros

English (LSJ)

ον,

   A not affected by decay, Antyll. ap. Orib.46.22.3; uncorrupted, chaste, Pl.Phdr.252d; απ' ὀρθῆς. . καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς D.18.298, cf. Men. 984, D.S.1.59, Plu.2.5e. Adv. -ρως, ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.    2 of judges, incorruptible, Pl.Lg.768b; of witnesses, Arist.Rh.1376a17; of magistrates, Id.Pol.1286a39 (Comp.), cf. IG2.240b13. Sup. Adv. -ώτατα Pl.l.c.    II imperishable, Pl.Phd.106e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάφθορος: -ον, ὁ μὴ διεφθαρμένος, καθαρός, ἁγνός, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· ἀπ’ ὀρθῆς… καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, Δημ. 325. 15, πρβλ. Μενάνδρ. Ἄδηλ. 357, Διοδ. 1. 59, Πλούτ. - Ἐπίρρ. -ρως, ἐρᾶσθαι, Αἰσχίν. 19. 20. 2) ἐπὶ δικαστῶν, ἀδέκαστος, Πλάτ. Νόμ. 768Β· ἐπὶ μαρτύρων, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 15, 17· ἐπὶ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 15, 9: -ὑπερθ. ἐπίρρ. -ώτατα, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. II. ἄφθαρτος, Πλάτ. Φαίδ. 106D, E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
3 impérissable.
Étymologie: ἀ, διαφθείρω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. incorruptible, imperecedero, indestructible del alma, Pl.Phd.106e, cf. Phdr.245d, τὴν τοῦ σώματος διαμονὴν ἀδιάφθορον φυλάττεσθαι ἀδύνατον Procl.in R.2.153, cf. Apoc.Esd.1.20
sano, no estropeado o alterado αἴσθησις Arist.EE 1236a1, cf. Pr.893a21, οἶνος Gp.7.20.6.
2 gener. de pers., en sent. moral incorrupto, incontaminado, puro χορευτής de un dios, Pl.Phdr.252d, cf. Men.Fr.516, D.S.1.59, λόγος Plu.2.5e, Erot.Fr.Pap.Nin.A 1.18, A 2.18, 35
de jueces, políticos, etc. incorruptible, insobornable, íntegro δικαστής Pl.Lg.768b, cf. 918e, D.18.298, Arist.Pol.1286a39, IG 22.457b.13 (IV a.C.), de testigos, Arist.Rh.1376a17
fiel, leal c. dat. de pers. ὁ Κέφαλος ... εἰ συμμένειν ἀ. αὐτῷ Ant.Lib.41.2.
II adv. -ως de manera pura ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.

Greek Monotonic

ἀδιάφθορος: -ον (διαφθείρω),
I. 1. αδέκαστος, ακέραιος, αγνός, καθαρός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -ρως, σε Αισχίν.
2. λέγεται για δικαστές και μάρτυρες, αδέκαστος, ακέραιος, τίμιος, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. επίρρ. -ώτατα, στον ίδ.
II. άφθαρτος, αιώνιος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάφθορος: 1) неиспорченный (ὕδωρ Plat.);
2) чистый, беспримесный (χρυσός Plut.);
3) неиспорченный, неразвращенный, непорочный (ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.);
4) неподкупный, честный (δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.);
5) непреходящий, нетленный (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat.).

Middle Liddell

διαφθείρω
I. uncorrupted, Plat., etc.:— adv. -ρως, Aeschin.
2. of judges and witnesses, incorruptible, Plat., etc.: Sup. adv. -ώτατα, Plat.
II. imperishable, Plat.