ἕκηλος

From LSJ
Revision as of 00:35, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκηλος Medium diacritics: ἕκηλος Low diacritics: έκηλος Capitals: ΕΚΗΛΟΣ
Transliteration A: hékēlos Transliteration B: hekēlos Transliteration C: ekilos Beta Code: e(/khlos

English (LSJ)

Dor. ἕκᾱλος, ον,

   A at rest, at one's ease, in Hom. esp. of persons feasting and enjoying themselves, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται Il. 5.759 ; ἕκηλος πῖνε Od.21.309 ; ἕκηλοι νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε ye will plunder them at your ease, i.e. without let or hindrance, Il.6.70 ; ἕκηλος ἐρρέτω let him be off in peace, 9.376 ; of mere inaction, quiet, only twice in Hom., ἔσθἰ ἕκηλος Od.17.478 ; ἕκηλοι κάτθετε 21.259, cf. Theoc.25.100 ; ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pi.I.7(6).41 ; ἕ. εὕδειν S.Ph. 769 ; ἐᾶν ἕκηλόν τινα ib.826 : neut. as Adv., ἕκηλα ἡμερεύειν Id.El. 786 : metaph. of a field, lying at rest or fallow, h.Cer.451 ; of trees, unmoved, A.R.3.969.

German (Pape)

[Seite 759] ον (vgl. ἑκών, ἕκητι, nicht von κηλέω, vgl. Buttm. Lezil. I p. 140 ff.), ruhig, ungestört, sorglos, behaglich; οὔ τιν' ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος ἧσται Od. 13, 423; ἕκηλοι τέρπονται Il. 5, 759; ἕκηλοι συλήσετε, ihr werdet ungestört plündern, Il. 6, 70; ἕκηλος ἐῤῥέτω, ungehindert packe er sich, 9, 376; τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pind. I. 6, 41; ἕκηλος ἴσθι μ ηδ' ἄγαν ὑπερφοβοῦ Aesch. Spt. 220; ἕκηλον εὕδειν Soph. Phil. 758 O. C. 1042 u. öfter; ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν Phil. 815; Sp., wie Ap. Rh. 3, 969, von ruhigen, nicht vom Sturm bewegten Bäumen. – Gänzliche Unthätigkeit bezeichnet es Theocr. 25, 100, wie von einem brachliegenden Acker, H. h. Cer. 451; = stillschweigend, Od. 17, 478.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾱλος, ον, (ἴδε περὶ τὸ τέλος), ἥσυχος. Λατ. securus, παρ’ Ὁμ. κυρίως ἐπὶ εὐωχουμένων, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται, ἥσυχοι, ἐν ἀναπαύσει, ἐν ἀνέσει, Ἰλ. Ε. 759· ἕκηλος πῖνε Ὀδ. Φ. 309· ἕκηλοι νεκροὺς ἄμ πεδίον συλήσετε Ἰλ. Ζ. 70· ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω, «ἀλλ’ ἥσυχος καὶ χωρὶς ἐμοῦ φθειρέσθω» (Θ. Γαζῆς), Ι. 376: ― ἁπλῶς ἐπὶ ἀπραξίας, ἥσυχος, μόνον δὶς παρ’ Ὁμ., ἔσθιἕκηλος Ὀδ. Ρ. 478· ἕκηλοι κάτθετε Φ. 259, πρβλ. Θεόκρ. 25. 100· οὕτως, ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Πινδ. Ἰ.-7 (6), 57· ἕκ. ἴσθι Αἰσχύλ. Θήβ. 238· ἕκ. εὕδειν Σοφ. Φ. 769· ἐᾶν ἕκηλόν τινα αὐτόθι 825· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἕκηλα ἡμερεύειν ὁ αὐτ. Ἠλ. 786: ― μεταφ., ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀργοῦ ἤτοι χέρσου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 451. (Ἐκ τῆς √ϜΕΚ παράγονται ὡσαύτως τὰ ἑκών, ἀέκων ὅ ἐστι ἀϝέκων, ἕκητι, εὔκηλος, ὅ ἐστιν ἐϝέκηλος: πρβλ. Σανσκρ. vaç, vaçmi (βούλομαι), a-vaças (ἀέκων)· Λατ. in-vitus, δηλ. in-vic-itus).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 tranquille, paisible, sans crainte ; adv. • ἕκηλα, tranquillement;
2 inactif, oisif.
Étymologie: p. *Ϝέκηλος ; cf. ἑκών, ἕκητι.

English (Autenrieth)

(ϝεκ.) and εὔκηλος: of good cheer, free from care, at ease; often negatively, ‘undisturbed,’ ‘unmolested,’ Il. 6.70, Il. 17.340; iron., ἕκηλος ἐρρέτω, ‘let him go to perdition at his leisure,’ Il. 9.376.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. ἕκᾱλος Pi.O.9.58, I.7.41
I de pers.
1 gener. tranquilo, con calma ἔπειτα ... ἕκηλοι νεκροὺς ... συλήσετε después despojareís con tranquilidad a los (enemigos) muertos, Il.6.70, cf. 8.512, 11.75, 17.340, ἕ. ... μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ Il.15.194, cf. Od.21.259, A.R.3.176, S.OC 1039, ἀλλὰ ἕ. ἐρρέτω váyase tranquilo en mala hora, Il.9.376, ἕ. ἔπειμι γῆρας Pi.I.7.41, ταῦτ' ἐφορῶντες κρύπτουσιν ἕκηλοι aunque asisten a estos hechos, los ocultan sin inmutarse S.El.826, ἡμὶν οὔτε θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν S.Ph.9, cf. Fr.89, λαοὶ δ' ἔργα περιστέλλουσιν ἕκηλοι el pueblo se dedica tranquilo a sus quehaceres Theoc.17.97
silencioso, cauto λύκος ... βαίνει ... ἕ. ὑπὲρ ποιμνήιον ἕρκος Q.S.13.48
ocioso οὔτις ἕ. ... εἱστήκει παρὰ βουσίν Theoc.25.100
neutr. como adv. ἕκηλα ... ἡμερεύσομεν viviremos con tranquilidad S.El.786, ἕκηλα φίλων ἐπεμαίετο λουτρῶν se dirigió tranquilamente a sus baños preferidos Theoc.23.57.
2 en cont. de fiestas, comida, bebida y otros placeres plácido, despreocupado ἕκηλοι τέρπονται Il.5.759, δαίνυσθαί μιν ἄνωγον ... ἕκηλον le exhorté a que participase del banquete a su sabor, Il.5.805, cf. Od.2.311, 21.289, Q.S.2.149, ἕκηλοι ἐσθίετε βρώμην Od.12.301, cf. 14.91, 17.478, ἕ. πῖνε Od.14.167, ἕ. μίχθη se unió a placer Pi.O.9.58, ἐάσωμεν ... ἕκηλον αὐτόν S.Ph.826, cf. 769.
II no de pers.
1 ref. a árboles inmóvil (δρύες) αἵ τε ... ἕκηλοι ἐν οὔρεσιν ἐρρίζωνται νηνεμίῃ A.R.3.969.
2 de la tierra que no produce, estéril οὖθαρ ἀρούρης ... ἕκηλον ἑστήκει πανάφυλλον h.Cer.451.

• Etimología: Prob. de *u̯ekālo-, cf. Hsch. γέκαλον, formación c. suf. -ᾱλος sobre el tema que da lugar a ἑκάεργος, ἑκών qq.u.

Greek Monolingual

ἕκηλος, -ον, δωρ. τ. ἕκαλος, -ον (Α)
1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος
2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος
3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἕκηλα
ήσυχα, ατάραχα.

Greek Monotonic

ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = εὔκηλος, ήσυχος, αυτός που βρίσκεται σε ηρεμία, σε γαλήνη, Λατ. securus, λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν κάτι για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· ἕκηλοι συλήσετε, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. χωρίς κώλυμα ή εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκ. εὕδειν, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἕκηλος: дор. тж. ἕκᾱλος 2
1) спокойный, безмятежный: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; ἐᾶν ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;
2) бездеятельный: οὔτις ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: οὖθαρ ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: careless, at will, quiet,
Other forms: Dor. ἕκαλος
Derivatives: Also εὔκηλος, εὔκαλος (Il.). From it ἑκηλία φιλοτησία, εὑκαλία ἡσυχία, εὑκαλεῖ ἀτρεμίζει H.
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯eḱ- will want
Etymology: Uncertain. Best with Buttmann Lexilogus 1, 141 as *Ϝέκαλος (= γέκαλον ἥσυχον H.; on the digamma also Chantraine Gramm. hom. 1, 129f.) to *Ϝέκα in ἑκά-εργος (s. v.) a. o. with suffixal -αλος, -ηλος (Chantr. Form. 241f., Schwyzer 484), so prop. "at will". εὔκηλος just after the many compounds with εὑ-; after it δύσκηλος, s. v. - The semantically attractive connection with Skt. úc-yati find pleasure, be used to, ókas- n. usual stay, house etc. (Persson Studien 7) does not explain the form ἕκηλος. - Wrong Bechtel Lex. s. v. - Fraenkel Lexis 3, 64ff. thinks ἕκηλος and εὔκηλος are two different words.