συνδιακοσμέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A set in order together, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Pl.Lg.712b, cf. Plu.Num.1, Sol.26.
German (Pape)
[Seite 1007] mit oder zugleich anordnen, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Plat. Legg. IV, 712 b.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακοσμέω: διακοσμῶ, εἰς τάξιν βάλλω ὁμοῦ, τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους Πλάτ. Νόμ. 712Β, πρβλ. Πλουτ. Νουμ. 1, Σόλων 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
régler ou organiser en même temps.
Étymologie: σύν, διακοσμέω.
Greek Monotonic
συνδιακοσμέω: θέτω σε τάξη μαζί, στολίζω από κοινού, σε Πλάτ., Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διακοσμέω samen helemaal op orde brengen of inrichten, helpen helemaal op orde te brengen of in te richten.
Russian (Dvoretsky)
συνδιακοσμέω: вместе устраивать, организовывать (τὴν πόλιν Plat.; τὴν ἑορτήν Plut.).