κακοδαιμονία

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαιμονία Medium diacritics: κακοδαιμονία Low diacritics: κακοδαιμονία Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: kakodaimonía Transliteration B: kakodaimonia Transliteration C: kakodaimonia Beta Code: kakodaimoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A unhappiness, misfortune, opp. εὐδαιμονία, Hdt.1.87, Antipho 5.79, X.Mem.1.6.3, Arist.Po.1450a17, Phld.Rh.1.220 S., etc.    II possession by an evil spirit, Ar.Pl.501, X.Mem.2.3.19, D.2.20.

German (Pape)

[Seite 1299] ἡ, 1) das Besessensein von einem bösen Dämon, die Raserei; Ar. Plut. 501; οὐκ ἂν πολλὴ ἀμαθία εἴη καὶ κακοδαιμονία τοῖς ἐπ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσθαι Xen. Mem. 2, 3, 19; vgl. Dem. 2, 20. – 2) das Unglücklichsein, das Unglück; Ggstz εὐδαιμονία Antiph. 5, 79; Xen. Mem. 1, 6, 3 u. Sp., wie Plut. adv. Stoic. 19.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ ἀτυχία, δυστυχία, ἀντίθετον τῷ εὐδαιμονία, Ἡρόδ. 1. 87, Ἀντιφῶν Ι 38. 35, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, κτλ. ΙΙ. τὸ κατέχεσθαι ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, μανία, Ἀριστοφ. Πλ. 501, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19, Δημ. 23. 26.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 propr. possession par un mauvais esprit ; démence;
2 malheur, infortune.
Étymologie: κακοδαίμων.

Greek Monolingual

η κακοδαίμων
(AM κακοδαιμονία, Α και ιων. τ. κακοδαιμονίη)
δυστυχία, ατυχία, αθλιότητα, κακοτυχία
αρχ.
το να κατέχεται κάποιος από κακό δαίμονα, η μανία.

Greek Monotonic

κᾰκοδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. ατυχία, δυστυχία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. κατάληψη από δαίμονα, μανία, παραφροσύνη, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδαιμονία -ας, ἡ, Ion. κακοδαιμονίη [κακοδαίμων] ongeluk, tegenspoed:. ταῦτα ἔπρηξα... τῇ ἐμεωυτοῦ... κακοδαιμονίῃ ik heb dat gedaan tot mijn eigen ongeluk Hdt. 1.87.3. bezetenheid, dwaasheid:. δείγματα τῆς ἐκείνου γνώμης καὶ κακοδαιμονίας bewijzen van zijn denkvermogen en dwaasheid Dem. 2.20.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαιμονία: ион. κᾰκο-δαιμονίη ἡ
1) одержимость злой силой, безумие Xen., Arph., Dem.;
2) несчастье, злополучие Xen., Arst., Diog. L.: ταῦτα ἔπρηξα τῇ σῇ μὲν εὐδαιμονίη, τῇ ἐμεωυτοῦ δὲ κακοδαιμονίῃ Her. я сделал это тебе на счастье, себе же на горе.

Middle Liddell

κᾰκοδαιμονία, ἡ,
I. unhappiness, misfortune, Hdt., Xen., etc.
II. possession by a demon, raving madness, Ar., Xen. [from κᾰκοδαίμων]