διαβατός

From LSJ
Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτός Medium diacritics: διαβατός Low diacritics: διαβατός Capitals: ΔΙΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: diabatós Transliteration B: diabatos Transliteration C: diavatos Beta Code: diabato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be crossed or passed, fordable, Hdt.1.75, Th. 2.5, etc.; νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου easily got at from the main land, Hdt. 4.195:—Aeol. ζάβατος, Sapph.158.    II διάβατον, τό, passage for water, PIand.52.14 (i A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ διαβαίνω, ὅν δύναταί τις νὰ διέλθῃ ἢ διαβῆ, εὔκολον παρέχων τὴν διάβασιν, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ., κτλ. · νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, εἰς ἣν εὐκόλως δύναταί τις νὰ διαβῇ ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἡρόδ. 4. 195·-Αἰολ. ζάβατος, Σαπφὼ 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’on peut passer ou traverser (fleuve, etc.);
2 qu’on peut facilement atteindre en traversant.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Spanish (DGE)

-όν
1 que se puede atravesar, vadeablede un río, Hdt.1.75, Th.2.5, Pl.Lg.892e, X.An.1.4.18, 2.5.9, I.BI 4.437, AI 5.16, Luc.VH 1.8, Aristid.Or.48.61, D.C.37.2.7, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.35.11, Procop.Pers.2.21.22, Poll.2.200, de otras corrientes de agua, Hdt.1.191, Dam.Isid.131, del mar, Arr.An.7.7.3.
2 que se puede alcanzar, al que se puede cruzar a pie νῆσον ... διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου Hdt.4.195, νῆσος γεφύρᾳ διαβατὸς ἐξ αὐτῆς Paus.5.24.8.

Greek Monolingual

-ή, -ό και διάβατος, -η, -ο (AM διαβατός, -ή, -όν
Α και αιολ. τ. ζάβατος) διαβαίνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαβεί
2. ο ευκολοδιάβατος, ευκολοπέραστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διαβατό
1. το πεζοδρόμιο
2. μεγάλος, ευρύχωρος δρόμος
αρχ.
εκείνος τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει, ο προσιτός.

Greek Monotonic

διαβᾰτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την ξηρά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαβᾰτός: эол. ζάβατος 3 и
1) Her., Thuc., Xen., Plat. = διαβατέος;
2) до которого легко добраться, легко доступный (νῆσος δ. ἐκ τῆς ἠπείρου Her.).