ἐνιπή
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
ἡ, (ἐνίπτω,
A v. ἐνέπω fin.) poet. Noun, rebuke, reproof, Il.4.402, etc.; κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν 5.492; ἐνιπῇ ἀργαλέῃ 14.104; ἔδδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐ. Od.10.448; abuse, contumely, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς 20.266: pl., angry threats, φεύγων . . Ποσειδάωνος ἐνιπάς 5.446, cf. h.Merc.165; ψευδέων ἐνιπά reproach of lying, Pi.O.10(11).6. 2 later, of any violent attack, as of the sun's rays or thirst, Opp.C.1.133,299.
German (Pape)
[Seite 845] ἡ (vgl. ἐνίπτω), tadelnde Anrede, Tadel, Verweis; βασιλῆος Il. 4, 402; durch adj., wie ἀργαλέη, ἔκπαγλος, κρατερή geschärft, 5, 492. 14, 404 Od. 10, 448; auch allein = Drohung, 5, 446; Schmähung, Scheltwort, 20, 266; ψευδέων ἐνιπά, Vorwurf der Lüge, Pind. Ol. 11, 6. Allgemeiner bei sp. D., ἀρίζηλοι γὰρ ἐπιχθονίοισιν ἐνιπαὶ ἀθανάτων, Zorn, Ap. Rh. 2, 250; von unangenehmen körperlichen Einwirkungen, Opp. φλογόεσσαν ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου, Sonnenbrand, Cyn. 1, 133, wie δίψους δριμεῖαν ἐνιπήν 299, vgl. 3, 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνῑπή: ἡ, (ἐνίπτω, ἴδε ἐνέπω ἐν τέλει). - Ἐπικ. ὄνομα, ἐπίπληξις, μέμψις, ἐπιτίμησις, αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπὴν Ἰλ. Δ. 402, κτλ.· συχνάκις μετ’ ἐπιθ., κρατερὴν δ’ ἀποθέσθαι ἐνιπὴν Ε. 492· ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Ξ. 104· ἒδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπαγλον ἐνιπὴν Ὀδ. Κ. 448· ὕβρις, λοιδορία, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς Υ 266 καὶ ἐν τῷ πληθ., ἀπειλή, φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπὰς Ε. 446· πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 165: βραδύτερον, ψευδέων ἐνιπά, τὸ ὄνειδος τοῦ ψεύδους, Πινδ. Ο. 10 (11). 8· ἀκολούθως ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς, ἰσχυρᾶς προσβολῆς, οἷον ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, τῆς δίψης, κλ., Ὀππ. Κυν. 1. 133, 299.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
reproche, remontrance, menace.
Étymologie: ἐνίπτω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 amonestación, reprimenda βασιλῆος ἐ. αἰδοίοιο Il.4.402, cf. A.R.4.1209, κρατερὴν δ' ἀποθέσθαι ἐνιπήν Il.5.492, ἐνιπῇ ἀργαλέῃ Il.14.104, ἔδεισεν γὰρ ἐμὴν ἔκπλαγον ἐνιπήν Od.10.448, μητρὸς ... ἐνιπάς h.Merc.165, σὺν τ' ἀνάγκῃ σὺν τ' ἐνιπῇσιν Semon.8.44, Εὐρισθῆος ἐνιπαί Opp.C.2.113
•c. gen. de dioses, en plu. cólera φεύγων ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνος ἐνιπάς Od.5.446, ἐνιπαὶ ἀθανάτων A.R.2.250
•acusación ψευδέων ἐ. acusación de mentir Pi.O.10.6.
2 injuria, ultraje ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς καὶ χειρῶν Od.20.266
•asalto, ataque ἐν δὲ θέρει χρειὼ φυγέειν ... ἐνιπὴν ἄζαν τ' ἠελίου en verano es menester evitar el asalto y el ardor del sol Opp.C.1.133, δίψους δριμεῖα ἐ. Opp.C.1.299.
• Etimología: v. ἐνίπτω.
Greek Monolingual
ἐνιπή, η (Α)
1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.)
2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.)
3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων», Απολλ. Ρόδ.)
4. στον πληθ. απειλή «(Ποσειδάωνος ένιπάς», Ομ. Οδ.)
5. όνειδος, ντροπή («ψευδέων ἐνιπάν» — το όνειδος, την καταισχύνη του ψεύδους, Πίνδ.)
6. δυσάρεστη επενέργεια ή σφοδρή προσβολή από τις ηλιακές ακτίνες, τη δίψα κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ενιπή, ενίσσω (και νεώτ. ενεστ. ενίπτω), που ανήκουν στην ίδια οικογένεια λέξεων, είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Η ρίζα τών τύπων έληγε πιθ. σε χειλοϋπερωϊκό qw, υποστηρίχθηκε δε ότι συνδέονται με τα οπιπεύω, όπις, που περιλαμβάνουν την έννοια «κοπάζω, βλέπω», καθώς και με αρχ. ινδ. iksate «βλέπω», αν στα ενιπή, ενίσσω αποδοθεί η σημ. «μοχθηρό βλέμμα, κακό μάτι»].
Greek Monotonic
ἐνῑπή: ἡ (ἐνίπτω), επίπληξη, κατσάδα, επίκριση, μομφή, αποδοκιμασία· επίσης, ύβρις, κακολογία, λοιδορία, προσβολή, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνῑπή: дор. ἐνιπά ἡ порицание, упрек Hom., Pind.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: reproach, menace, threat (Il.).
Derivatives: Beside it the Jotpresent ἐνίσσω, aor. ἐνένιπον, ἠνίπαπον (Schwyzer 648 and 748, Chantraine Gramm. hom. 1, 398), new present ἐνίπτω (Il.; ἐνίπτω also A. Ag. 590, cf. to ἐννέπω) reproach, revile; lengthened present ἐνιπτάζω (A. R.). - Here also the river name Ἐνιπεύς (Hdt.)? (s. Boßhardt Die Nom. auf -ευς 98)?
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [??] *h₁eni-h₂kʷ- reproach
Etymology: As verbal noun to ἐνίσσω ἐνιπ-ή must have had a labio-velar kʷ̯(on the phonetics Risch 245, Schwyzer 704 w. n. 11). Brugmann further connected ὀπιπεύω (s. v.), Skt. ī́kṣate see etc., what he supported (IF 12, 31) by referring to ὄπις reverent seeing, also retribution, punishment); but see below. Thus Porzig Satzinhalte 228: ἐνίσσω orig. look damaging at , ἐνιπή malign look. Less certain is Brugmanns further combination with (rather unclear) ἴψαο, ἴψεται (s. ἴπτομαι), about oppress, damage. This is connected with ἰάπτω < *h₂i-h₂ekʷ-i̯-; so ἴπτομαι from *h₂i-h₂kʷ- (Kuiper, Glotta 21. 282ff, MKNAW 14: 5, 25 n. 1. ἐνι-πή then < *h₁eni-h₂kʷ̇-.