κόκκυ
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
A cuckoo! the bird's cry, Ar.Av.505; as an exclam., now! quick! (ταχύ Suid.), κόκκυ, πεδίονδε ib.507; κόκκυ, μεθεῖτε quick—let go, Id.Ra.1384; οὐδὲ κ., = οὐδὲ βραχύ, AB105. (Onomatop.)
German (Pape)
[Seite 1471] drückt eigtl. den Kuckucksruf aus, ὁπόθ' ὁ κόκκυξ εἴποι κόκκυ Ar. Av. 505; übh. ein Zuruf, wie Ran. 1380, μὴ μεθῆσθον πρὶν ἂν ἐγὼ σφῷν κοκκύσω, nachher κόκκυ μεθεῖτε, kuckuck laßt los. In der Stelle der Av. wird als sprichwörtlich angeführt κόκκυ, ψωλοὶ πεδίονδε, auf ins Feld, die VLL. erkl. ταχύ; in B. A. 105, 22 οὐδὲ κόκκυ, ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχύ.
Greek (Liddell-Scott)
κόκκῡ: κυρίως ἡ κραυγὴ τοῦ κόκκυγος (κοινῶς «κούκκου»)· ― ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ὡς ἐπιφώνημα, = ἐμπρός, γρήγορα ! (ταχὺ Σουΐδ.), κόκκυ, πεδίονδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 507· κόκκυ, μεθεῖτε, ἐμπρὸςἄφετε, Βάτρ. 1384· «οὐδὲ κόκκυ, ἀντὶ τοῦ οὐδὲ βραχὺ» Α. Β. 105, 22. (Ὀνοματ., πρβλ. κοΐ, κοάξ· ἐντεῦθεν κόκκυξ, κοκκύζω· Σανσκρ. kôkilas, Λατ. cuculus· Ἀρχ. Γερ. gauh (Σκωτικ. gouh), Γερμ. kukuk, Λιθ. kukúti (κοκκύζειν), κτλ.)
French (Bailly abrégé)
interj.
« coucou », cri de l’oiseau de ce nom ; p. ext. allons !.
Greek Monolingual
κόκκυ (Α)
1. κούκου, η φωνή του κόκκυγα, του κούκου
2. (ως επιφών.) εμπρός, γρήγορα («κόκκυ, μεθεῑτε» — εμπρός, γρήγορα, αφήστε, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. kuku (που οφείλεται σε ονοματοποιία από μίμηση της φωνής του κούκου), προήλθε από ανομοίωση και συνδέεται με αρχ. ινδ. kōkila «κούκος», λατ. cucūlus και νέο άνω γερμ. Kuckuck].
Greek Monotonic
κόκκῡ: κυρίως κούκου! κραυγή πουλιού, που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα, τώρα! γρήγορα! κόκκυ, πεδίονδε, σε Αριστοφ.· κόκκυ, μεθεῖτε, εμπρός! αφήστε! στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κόκκυ: interj. подраж. крику кукушки «куку» (ὁπόθ᾽ ὁ κόκκυξ εἴποι κ. Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόκκυ, onomat., koekoek, roep van de koekoek; interj. vooruit!:. κόκκυ, πεδίονδε vooruit, naar de vlakte! Aristoph. Av. 507.
Frisk Etymological English
Grammatical information: interj.
Meaning: cry of the cuckoo; also as cry in gen. (Ar.).
Compounds: As 1. member in κοκκυ-βόας ὄρνις name of the cock (S. Fr. 791; codd. Eust. κοκκο- after the ο-stems; correct?).
Derivatives: κοκκύζω of the call of the cuckoo and of the cock (Hes.; cf. Fraenkel Glotta 4, 34) with κοκκυσμός shrill cry (Nicom. Math.), κοκκυστής cry-er (Timo); κόκκυξ, -υγος m. cuckoo (Hes., -υγος nom. Alc.), also metaph., a. o. as name of a fish (Hp., Arist.), a fig (Nic.); s. Strömberg Fischnamen 116, resp. Pflanzennamen 73. From κόκκυξ: Κοκκύγιον name of a mountain (Paus.); κοκκυγία ἀνεμώνη. Κροτωνιᾶται H. ("cuckooflower"; Strömberg l. c.); κοκκυγέα a tree, Rhus Cotinus (Plin.; coni. in Thphr. HP 3, 16, 6). With labial the PN Κόκκυψ, Κοκκουβίας (Boeoot.; cf. Bechtel Dial. 1, 262f.). Here also κόκκυς λόφος (i. e. cocks comb) H.? (non-IE. after Alessio Studi etr. 18, 125 and Hubschmid 3me Congr. intern. de topon. 2, 186f..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: On κοκκύμηλον s. v. Prob. dissim. from kuku (Schwyzer 258 a. 423). Onomatopoetic like Skt. kokilá- cucko, kukkuṭá- cock, Lat. cucūlus, NHG Kuckuck etc.; Pok. 627, W.-Hofmann s. cucūlus. On κόκκυξ Thompson Birds s. v. The word could well be Pre-Greek.