συνοχμάζω

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοχμάζω Medium diacritics: συνοχμάζω Low diacritics: συνοχμάζω Capitals: ΣΥΝΟΧΜΑΖΩ
Transliteration A: synochmázō Transliteration B: synochmazō Transliteration C: synochmazo Beta Code: sunoxma/zw

English (LSJ)

   A bind together, δεσμῷ πόδα Luc.Trag.216.

Greek (Liddell-Scott)

συνοχμάζω: ὀχμάζω, συνέχω, συνδέω, διόπερ κραταιῶς συνοχμάσας δεσμῷ πόδα Λουκ. Τραγῳδ. 215.

French (Bailly abrégé)

retenir par un lien, lier.
Étymologie: σύν, ὀχμάζω.

Greek Monolingual

Α
συνδέω, συνάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀχμάζω «φέρω, κρατώ, συγκρατώ»].

Russian (Dvoretsky)

συνοχμάζω: связывать (πόδα δεσμῷ Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοχμάζω [σύν, ὀχμάζω] samenbinden. Luc. 69.216.