ἐπικεύθω
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
A conceal, hide, always with a neg., ἐρέω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω Il.5.816; πρόφρων ὑποθήσομαι οὐδ' ἐπικεύσω Od.5.143; εἰπέ μοι . . νημερτέα μηδ' ἐπικεύσῃς 15.263; μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω 4.744, cf. 17.141: and in A.Ag.800 (anap.), c. acc., οὔ σ' ἐπικεύσω I will not hide it from thee, cf. A.R.3.332.
German (Pape)
[Seite 948] verbergen, verhehlen; μηδ' ἐπικεύσῃς Od. 15, 263, οὐδ' ἐπικεύσω 5, 143; μῦθον 4, 744; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω 17, 141; τινά, vor Jemandem, οὐ γάρ σ' ἐπικεύσω Aesch. Ag. 774, wie Ap. Rh. 3, 332.
French (Bailly abrégé)
cacher, dissimuler : τινα cacher qch à qqn, devant qqn.
Étymologie: ἐπί, κεύθω.
English (Autenrieth)
fut. -σω, aor. subj. ἐπικεύσῃς: conceal, always w. neg., Od. 14.467, Od. 4.744, Il. 5.816.
Greek Monolingual
ἐπικεύθω (Α)
(πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»].
Greek Monotonic
ἐπικεύθω: μέλ. -σω, αποκρύπτω, καταχωνιάζω, κρύβω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικεύθω: скрывать, утаивать (οὐδὲν ἔπος τινί Hom.): οὐ σ᾽ ἐπικεύσω (v. l. οὐκ ἐπικεύσω) Aesch. не скрою от тебя.