ἰσχνόφωνος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ον,
A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but, II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr.903a38, cf. 895a15, 905a21, AB100; ἰ. καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Hp.Epid.1.19; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος LXXEx.4.10, cf. Ezek. Exag.114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. -φώνως Zos.Alch.p.108B.
German (Pape)
[Seite 1273] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνόφωνος: -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ λεπτόφωνος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - ἀλλά, ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων κώλυμα ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα λέξις θὰ ἦτο τὸ ἰσχνόφωνος· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ ἰσχνόφωνος, καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - οὕτως ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a la voix grêle ou faible;
2 qui bégaie.
Étymologie: ἰσχνός, φωνή.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].
Greek Monotonic
ἰσχνόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή οξεία φωνή· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχνόφωνος:
1) тонкоголосый Plut.;
2) заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. (v. l. ἰσχόφωνος) καὶ τραυλὸς παῖς Her. заикающийся и шепелявящий мальчик.
Middle Liddell
ἰσχνό-φωνος, ον φωνή
checked in one's voice, stuttering, stammering, Hdt.