κατάντηστιν

From LSJ
Revision as of 13:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

German (Pape)

[Seite 1366] gegenüber (ἄντα), Od. 20, 387, bei Bekker getrennt geschrieben.

Russian (Dvoretsky)

κατάντηστιν: чаще κατ᾽ ἄντηστιν adv. прямо напротив Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντηστιν: Ἐπίρρ., βέλτιον κατ’ ἄντηστιν, ἀντικρύ, ἔναντι, κατὰ πρόσωπον, Ὀδ. Υ. 387.

English (Autenrieth)

see ἄντηστις.

Greek Monolingual

κατάντηστιν (Α)
επίρρ. απέναντι, καταντικρύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ' ἄντηστιν, αιτ. του ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»].

Greek Monotonic

κατάντηστιν: επίρρ., καλύτερα κατ' ἄντηστιν, κατά πρόσωπο, αντίκρυ, έναντι, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


better κατ' ἄντηστιν, so as to face, right opposite, Od.