καταφαγεῖν

From LSJ
Revision as of 17:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφᾰγεῖν Medium diacritics: καταφαγεῖν Low diacritics: καταφαγείν Capitals: ΚΑΤΑΦΑΓΕΙΝ
Transliteration A: kataphageîn Transliteration B: kataphagein Transliteration C: katafagein Beta Code: katafagei=n

English (LSJ)

serving as aor. 2 to κατεσθίω (q. v.); Dor. inf. -ῆμεν Epich.42.4: later fut.

   A καταφάγομαι LXX 3 Ki.12.24m, PIand.26.23,34 (i A. D.), Gloss.:—devour, eat up, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε Il.2.317, cf. Hdt.2.141 (tm.), 3.25, Eup.352, Luc.Merc.Cond.17.    2 spend in eating, waste, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od.3.315, 15.12; τὴν πατρῴαν οὐσίαν Aeschin.1.96; πατρῴαν γῆν Men.349.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰγεῖν: χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ κατεσθίω (ὃ ἴδε)· ― κατατρώγω, ἀφανίζω, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, ἀφανίζω, κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), μήτοι κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. καταπίνω ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. ἔδομαι).

Greek Monotonic

καταφᾰγεῖν: λειτουργεί ως αόρ. βʹ του κατ-εσθίω,
1. καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. καταναλώνω, δαπανώ στο φαγητό, αφανίζω, κατασπαταλώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

καταφαγεῖν: inf. aor. 2 к κατεσθίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.

Middle Liddell

[serving as aor2 to κατεσθίω
1. to devour, eat up, Il., Hdt.
2. to spend in eating, waste, devour, Od., Aeschin.