βλαστός

From LSJ
Revision as of 14:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστός Medium diacritics: βλαστός Low diacritics: βλαστός Capitals: ΒΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: blastós Transliteration B: blastos Transliteration C: vlastos Beta Code: blasto/s

English (LSJ)

ὁ,

   A shoot, Hdt.6.37, 8.55, Thphr.HP3.6.3. Arist.Col.795a4, GA731a9, POxy.1692.20; bud, Thphr.HP1.8.4, CP1.11.4; embryo, germ, Id.HP8.2.2; ὁ τοῦ β. καιρός, i. e. Spring, D.S.17.82.    2 blossom, β. κρίνου LXX 3 Ki.7.24.    II offsprmg, S.Fr.341, Epigr.Gr.224 (Samos).

German (Pape)

[Seite 448] ὁ, Keim, Trieb, junges Blatt und Zweig, Schuß, Her. 6, 37. 8, 55; Arist. u. Sp., z. B. Plut. Rom. 20 βλαστοὺς ἀνῆκε γῆ. Uebertr. Sohn, Soph. frg. 314; Ap. Rh. 5, 1371; – ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, die Zeit des Keimens, D. Sic. 17, 82.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστός: ὁ, (βλαστάνω) βλαστάρι, κλωνάρι, Λατ. germen, Ἡροδ. 6. 37., 8. 55, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 8, κ. ἀλλ.· ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός, δηλ. τὸ ἔαρ, Διόδ. 17. 82· ― ὡσαύτως βλαστόν, τό, Νίκ. Ἀποσπ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, ὁ γόνος, τὸ σπέρμα, Ἀριστ. π. Ζ. Γ.1. 23, 2., 2. 4, 32· τέκνον, γέννημα, Σοφ. Ἀποσπ. 314, Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2258.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jeune pousse, bourgeon.
Étymologie: cf. βλαστάνω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I concr.
1 brote, retoño, vástago de plantas, Hdt.6.37, 8.55, Thphr.HP 3.6.2, 3, Str.7.5.8, Plu.2.968a, ἀμπέλου βλαστοί sarmientos Plu.2.1049c, PLugd.Bat.20.52.9, 64.14 (III a.C.)
de cada una de las partes: tallo Arist.GA 731a9, 739b37, Thphr.HP 1.6.11, Placit.5.26.4 (= Emp.A 70)
fig. ἀνεφύοντο ... δύο βλαστοί, ἥ τε Ρωμαίων ἀρχὴ καὶ ἡ εὐσεβὴς διδασκαλία Eus.LC 16
yema, botón Hp.Nat.Puer.23, τὸν βλαστὸν τοῦ κλήματος X.Oec.19.8
capullo β. κρίνου LXX 3Re.7.12, 2Pa.4.5, cf. Const.App.5.7.26
fruto, Ep.Barn.7.8b.
2 de pers. descendencia en sent. genealógico, S.Fr.341, GVI 1121.6 (Samos II/I a.C.), Artem.2.9, Dion.Ar.DN 2.7.
II abstr. brote, generación β. καὶ αὔξησις Hp.Nat.Puer.23, κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν D.S.17.82.

Greek Monolingual

ο (AM βλαστός, Α και βλαστόν, το)
1. ο κυλινδρικός, ραβδόμορφος άξονας, ο οποίος φέρει τα φύλλα και τα συνδέει με τις ρίζες
2. κλώνος φυτού, κλαδί
3. γέννημα, τέκνο
αρχ.
1. (για ζώα) γόνος, σπέρμα
2. βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. βλαστάνω.

Greek Monotonic

βλαστός: ὁ (βλαστάνω), βλαστάρι, παραβλάσταρο, ριζοβλάσταρο, Λατ. germen, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

βλαστός:
1) росток, отпрыск, побег Her., Arst., Plut.;
2) зародыш Arst.;
3) отпрыск, дитя Soph.;
4) произрастание (τῶν φυτῶν Plut.): ὁ τοῦ βλαστοῦ καιρός Diod. пора прозябания, т. е. весна.

Middle Liddell

βλαστάνω
a sprout, shoot, sucker, Lat. germen, Hdt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαστός -οῦ, ὁ βλαστάνω scheut, spruit (van planten).