окружать

From LSJ
Revision as of 09:30, 15 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (DvTab)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Russian > Greek

συγκλείω, ἑλίσσω, περιέρχομαι, περικυκλόω, περιστοιχίζω, πυκάζω, πυκάσδω, συγκρατέω, ἀμφινέμομαι, περιθέω, σαγηνεύω, περίειμι, ἐγκυκλόω, κατειλύω, συμπεριτίθημι, περισπειράω, τειχίζω, περιορίζω, περιλαμβάνω, περιστείχω, ἀμφιβαίνω, περιστέφω, ἐμπεριέχω, ἀμπέχω, ἀμπίσχω, ἀμφέχω, κυκλόω, περιθριγκόω, στέφω, περιέργω, περιείργω, περιχειλόω, περιπέλομαι, περιέχω, περιΐσχω, στεφανόω, περικαταλαμβάνω, καταμπέχω, περιστεφανόω, ἀποταφρεύω, ἀμφικυκλόομαι, κατακυκλόομαι, ἀμφιάζω, ἀμφέρχομαι, ἀπολαμβάνω, ἀμφιέπω, ἀμφέπω, περιφύω, παρυφαίνω, περιστρατοπεδεύω, περικυκλέομαι, ἀντιπεριΐστημι, σφίγγω, περικάθημαι, περικάτημαι, προσκάθημαι, προσκάτημαι, ἀμφίστημι, διαλαμβάνω, περιρρέω, ἀμφιβάλλω, ἐπιζεύγνυμι, διαζώννυμι, κυκλέω, περιΐστημι