ἀγώνισμα

From LSJ
Revision as of 15:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγώνισμα Medium diacritics: ἀγώνισμα Low diacritics: αγώνισμα Capitals: ΑΓΩΝΙΣΜΑ
Transliteration A: agṓnisma Transliteration B: agōnisma Transliteration C: agonisma Beta Code: a)gw/nisma

English (LSJ)

τό,

   A contest, conflict: in pl., deeds done in battle, brave deeds, Hdt.8.76; feats of horsemanship, X.Eq.Mag.3.5; ἀ. κατὰ τὰ ἆθλα CIG 2741.    2 in sg., feat, achievement, ἀγώνισμα τινος = a feather in his cap, Th.8.12, cf. 17: c. inf., Id.7.59,86; ξυνέσεως ἀγώνισμα = prize of sagacity, Id.3.82; ἀρᾶς ἀγώνισμα = issue of the curse, E.Ph.1355.    II ἀγώνισμα ποιεῖσθαί τι = make it an object to strive for, Hdt.1.140; οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάττεις Luc.Im.12.    III that with which one contends, declamation, ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22; of plays, Arist.Po.1451b37.    IV in Law, plea, Antipho 5.36, Lys.13.77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνισμα: τό, πάλη, ἅμιλλα, συμπλοκή, ἀγών· ἐν τῷ πληθ., ἔργα γενόμενα ἐν μάχῃ, γενναῖαι πράξεις, Ἡρόδ. 8. 76· ἐπιτυχεῖς ἐπιδείξεις ἐν τῇ ἱππασίᾳ, Ξεν. Ἱππαρχ. 3.5, ἀγ. κατὰ τὰ ἆθλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2741· ἀγωνίσματα ποιεῖν, κατέρχεσθαι εἰς ἀγῶνα, ἐπὶ δραματικῶν ποιητῶν, Ἀριστ. ποιητ. 9. 11. 2) ἑνικῶς, ἀγ. τινός, κατόρθωμά τινος, ἐφ’ ᾧ δύναται νὰ σεμνύνηται, Θουκ. 8.12, πρβλ. 17., 7. 56, 59, 86· ξυνέσεως ἀγώνισμα, ἐπιτυχὲς κατόρθωμα εὐφυΐας, ὁ αὐτ. 3. 82· ἀρᾶς ἀγ., τὸ ἀποτέλεσμα, ὁ καρπὸς τῆς κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1355. ΙΙ. ἀγ. ποιεῖσθαί τι, τὸ νὰ καταστήσῃ τις πρᾶγμά τι ὡς τὸ μέλημα τῶν ἀγώνων αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1. 140, πρβλ. Εὐρ. Φοίν. 1355· οὐ μικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάτεις, Λουκ. Εἰκ. 12. ΙΙΙ. ἐκεῖνο, μεθ’ οὗ τις κατέρχεται εἰς τὸν ἀγῶνα, δηλ. ῥητορικὸν γύμνασμα πρὸς ἐπίδειξιν πρόσκαιρον ἢ διαγωνισμόν, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα, Θουκ. 1. 22. IV. ἡ βάσις ἢ τὸ ἐπιχείρημα, ἐφ’ οὗ ὑπόθεσίς τις στηρίζεται, Ἀντιφῶν 133.34, Λυσ. 137. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 exploit, haut fait;
2 objet de lutte ; objet d’une contestation ; fondement d’une cause;
3 prix de la lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1certamen, competición νικῶν τῷ καλλίστῳ ... ἐν ἀνθρώποις ἀγωνίσματι X.Hier.11.7, cf. IAphrodisias 3.50.21 (II d.C.), τὸ τελεώτατον τῶν ἀγωνισμάτων quizá ref. al pancracio IAphrodisias 3.72.29 (III d.C.), τὸ τῶν σαλ[πιγκτ] ῶν PAgon.7.10 (III d.C.), ἐς ζήλωμα καὶ ἐς ἀ. πολλῶν προῆλθεν D.C.59.5.5, cf. Aristid.Or.2.2, 24.3.
2 acción de guerra, combate, escaramuza Hdt.8.76, X.Eq.Mag.3.5, Eq.11.13, Plb.1.58.1
fig. de la Fortuna, Plb.1.4.5, ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ Pamph.Mon.Soter.75.
3 causa judicial X.Cyr.8.2.27.
II 1hazaña, proeza Th.3.82, 7.59, 86
triunfo ὅστις τῶν τοιούτων ἐπιθυμέει ἀγωνισμάτων Hp.Prorrh.2.2, μὴ Ἄγιδος τὸ ἀγώνισμα τοῦτο γενέσθαι que ese triunfo no fuera para Agis Th.8.12, cf. Aristid.Or.47.1, Fauorin.De Ex.15.2.
2 pieza de concurso κτῆμα ἐς ἀεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα Th.1.22
representación Arist.Po.1451b37
exhibición, espectáculo Plb.3.31.12, Ael.VH 2.30, Hsch.s.u. ἀγωνίσματα.
3 punto central de discusión en un juicio, Antipho 5.36, Lys.13.77.
III 1objeto, fin por el que se contiende ἀ. ἡμῶν ... διττῶν ἀρετῶν δεῖται Gorg.B 8, ἀ. ποιεῖσθαι convertir algo en meta, designio Hdt.1.140, οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc.Im.12.
2 premio Th.3.82, λαβεῖν τ' ἀγώνισμ' ἄξιόν τι τῆς ὁδοῦ Ar.Ra.284
fig. ἀ. ἀρᾶς el premio, el resultado de la maldición E.Ph.1355.
IV cuidado, diligencia Sud.

Greek Monotonic

ἀγώνισμα: -ατος, τό (ἀγωνίζομαι),
I. 1. πάλη, συμπλοκή, αγώνας· στον πληθ., έργα που γίνονται στη μάχη, ανδραγαθήματα, γενναίες πράξεις, κατορθώματα, άθλοι, σε Ηρόδ.
2. στον ενικ., ἀγώνισμά τινος, κατόρθωμα για το οποίο μπορεί κάποιος να νιώθει περήφανος, σε Θουκ.· ξυνέσεως ἀγώνισμα, άριστο κατόρθωμα πνεύματος, μυαλού, ευφυΐας, στον ίδ.· ἀρᾶς ἀγώνισμα, καρπός, αποτέλεσμα κατάρας, σε Ευρ.
II. ἀγώνισμα ποιεῖσθαί τι, κάνω κάτι αντικείμενο των προσπαθειών, των αγώνων μου, σε Ηρόδ.· οὐμικρὸν τὸ ἀγώνισμα προστάττεις, σε Λουκ.
III. αυτό με το οποίο κάποιος ρίχνεται στον αγώνα, δημηγορία, απαγγελία, ρητορικό γύμνασμα για πρόσκαιρη επίδειξη ή διαγωνισμό, ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγώνισμα: ατος τό
1) столкновение, бой, стычка (τὰ ἐν Ἀρτεμισίῳ ἀγωνίσματα Her.);
2) состязание (ἀγωνίσματα ποιεῖν Arst.);
3) доблестное деяние, подвиг (καλὸν ἀ. Thuc.; μέγιστον ἀ. Lys.);
4) слава, успех: ἀ. μέγα ποιέεσθαί τι Her. вменять себе что-л. в большую заслугу; ἀ. ἐς τὸ παραχρῆμα Thuc. минутный успех; προσλαβεῖν ἀ. τινος Thuc. стяжать славу за что-л.;
5) исход, результат: πῶς καὶ πέπρακται ἀρᾶς ἀ. Οἰδίπου; Eur. что вышло из проклятия Эдипа?;
6) предмет спора, вопрос: οὐ μικρὸν τὸ ἀ. προστάττεις Luc. немалую задачу ты ставишь.

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
I. a contest, in pl. deeds done in battle, brave deeds, feats, Hdt.
2. in sg., ἀγ. τινός a feat for him to be proud of, Thuc.; ξυνέσεως ἀγ. a fine stroke of wit, Thuc.; ἀρᾶς ἀγ. the issue of the curse, Eur.
II. ἀγ. ποιεῖσθαί τι to make it an object to strive for, Hdt.; οὐ μικρὸν τὸ ἀγ. προστάττεις Luc.
III. that with which one contends, a prize-essay, declamation, ἀγ. ἐς τὸ παραχρῆμα Thuc.

English (Woodhouse)

feat, a feather in one's cap, basic of legal action, enterprise to be proud of, ground for legal action

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)