ποίνιμος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον,
A avenging, punishing, Δίκη, Ἐρινύς, S.Tr.808, Aj.843; π. πάθεα Id.El.210 (lyr.). 2 in good sense, bringing return or recompense, χάρις cj. in Pi.P.2.17.
German (Pape)
[Seite 652] rächend, strafend; Δίκη, Ἐρινύς, Soph. Trach. 808 Ai. 843; οἷς θεὸς ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι, El. 203; vergeltend, χάρις, Pind. P. 2, 17; λιθοκτονίη, Ep. ad. 465 (IX, 157); auch in späterer Prosa, δαίμονες, Plut. qu. Rom. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ποίνιμος: -ον, (ποινὴ) ἐκδικῶν, τιμωρῶν, Δίκη, Ἐρινύς, Σοφ. Τρ. 808, Αἴ. 483. π. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 210. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταποδίδων, ἀνταμείβων, χάρις Πινδ. Π. 5. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de paiement, d’où
1 vengeur;
2 qui sert de châtiment.
Étymologie: ποινή.
English (Slater)
ποίνιμος (coni. Spiegel: ποί τινος codd.) (P. 2.17)
Greek Monotonic
ποίνιμος: -ον (ποινή),·
1. εκδικητικός, τιμωρός, σε Σοφ.
2. με θετική σημασία, αυτός που φέρνει επιστροφή ή ανταμοιβή, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ποίνῐμος:
1) несущий возмездие, карающий (Ἐρινύς Soph.);
2) заслуженный, справедливый (πάθεα Soph.);
3) служащий наградой (χάρις Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποίνιμος -ον [ποινή] wrekend, straffend.
Middle Liddell
ποίνιμος, ον, ποινή
1. avenging, punishing, Soph.
2. in good sense, bringing return or recompense, Pind.