ἐπισκάπτω
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
A dig superficially, AP9.52 (Carph.). II. harrow in seed, Gp.2.24.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 978] auf der Oberfläche aufgraben, aufhacken, ἐξ ἀσιδήρου χειρὸς ἐπισκάπτων λιτὸν ἔχωσε τάφον Carphyllid. 1 (IX, 52); – zupflügen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκάπτω: σκάπτω ἐπιπολαίως τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, Ἀνθ. Π. 9. 52. ΙΙ. γυρίζω τὸ χῶμα πρὸς ἐπικάλυψιν τοῦ σπόρου, Λατ. inoccare, Γεωπ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
1 creuser la terre à la surface, bêcher;
2 façonner les mottes de terre avec le hoyau.
Étymologie: ἐπί, σκάπτω.
Greek Monolingual
ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω
1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο
2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφος
αρχ.
σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.
Greek Monotonic
ἐπισκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επιφανειακά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισκάπτω: (поверхностно) вскапывать, рыть (ἐξ ἀσιδήρου χειρός Anth.).
Middle Liddell
fut. ψω
to dig superficially, Anth.