πανταχοῦ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
Adv.
A everywhere, Hdt.3.117 (nisi leg. πενταχοῦ), Th.4.108, etc.; οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. S.Aj.1252; οὐδαμοῦ καὶ π. E. IT568; ἄλλοθι π. Pl.Chrm.160a: c. gen., π. τῆς γῆς (v.l. πολλαχοῦ) Id.Phd.111a: later with Verbs of Motion, ἐξῆλθε ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ π. Ev.Marc.1.28: in early writers πανταχοῖ should be restd., as E.IT68, Ar.Lys.1230. II altogether, absolutely, Pl.R.503a; οὐ π. ᾔσθησαι not at all, Id.Prm.128b.
German (Pape)
[Seite 463] überall, an allen Orten; κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ, Eur. I. T. 568; Soph. Ai. 1252; ἄλλοθι πανταχοῦ, Plat. Charm. 160 c, öfter, u. Folgende; auch cum gen., πανταχοῦ γῆς, Plat. Phaed. 111 a.
Greek (Liddell-Scott)
παντᾰχοῦ: Ἐπίρρ. ὡς καὶ νῦν, ἐν παντὶ τόπῳ, κοινῶς «παντοῦ», Λατ. ubique, ubivis, Ἡρόδ. 3. 117 (διάφ. γραφ. πανταχῆ) καὶ Ἀττ.· οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι π. Σοφ. Αἴ. 1252· οὐδαμοῦ καὶ π. Εὐρ. Ι. Τ. 568· ἐν τοῖς λόγοις π. Θουκ. 4. 108· ἄλλοθι π. Πλάτ. Χαρμ. 160Α· - μετὰ γεν., π. τῆς γῆς (κοινῶς πολλαχοῦ) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 111Α· - μετὰ ῥημάτων κινήσεως διορθωτέον πανταχοῖ, (ἴδε ἐν λ. οὐδαμοῖ), Εὐρ. Ι. Τ. 68, Ἀριστοφ. Λυσ. 1230. ΙΙ. ὅλως, ἀείποτε, ὁλοσχερῶς, Πλάτ. Πολ. 503Α· οὐ π., οὐδαμῶς, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 128Β.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 partout, en tous lieux avec ou sans mouv. ; avec le gén. : πανταχοῦ τῆς γῆς PLAT sur tous les points de la terre;
2 absolument.
Étymologie: πᾶς, -αχοῦ.
English (Strong)
genitive case (as adverb of place) of a presumed derivative of πᾶς; universally: in all places, everywhere.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ)
αρχ.
1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ' ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.)
2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ -οῦ (πρβλ. ολιγαχού), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πανταχός].
Greek Monotonic
παντᾰχοῦ: (πᾶς), επίρρ.:
I. παντού, Λατ. ubique, ubinis, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν., πανταχοῦ τῆς γῆς, σε Πλάτ.
II. ολοκληρωτικά, πάντα, απόλυτα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
πανταχοῦ:
I adv.
1) (на вопрос «где?») везде: ἐν τοῖς λόγοις π. Thuc. на протяжении всей речи, т. е. беспрерывно повторяя; κοὐδαμοῦ καὶ π. Eur. и нигде, и везде;
2) (на вопрос «куда?») (по)всюду, по всем направлениям (ὄμμα στρέφειν Eur.);
3) во всем, во всех отношениях, вполне: καὶ ἄλλοθι π. Plat. и во всем вообще, во всех прочих отношениях; οὐ π. Plat. не совсем.
[[πανταχοῦ
|παντᾰχοῦ]]: II praep. cum gen. везде в (на), всюду в; π. τῆς γῆς Plat. по всей земле, решительно везде.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανταχοῦ [πᾶς] adv., overal, op elke plaats:; ἄλλοθι πανταχοῦ overal elders Plat. Chrm. 160a; met gen..; π. τῆς γῆς overal op aarde Plat. Phaed. 111a; overdr. in alle opzichten:. τὸν... πανταχοῦ ἀκήρατον de volstrekt onbezoedelde Plat. Resp. 503a; οὐ πανταχοῦ volstrekt niet Plat. Parm. 128b.
Middle Liddell
[πᾶς]
I. everywhere, Lat. ubique, ubivis, Hdt., attic:—c. gen., π. τῆς γῆς Plat.
II. altogether, always, absolutely, Plat.
Chinese
原文音譯:pantacoà 潘-他胡
詞類次數:副詞(7)
原文字根:每一-土
字義溯源:各處,到處,隨地,遍,處;源自(πᾶς)*=一切,所有)
出現次數:總共(8);可(2);路(1);徒(4);林前(1)
譯字彙編:
1) 到處(3) 可16:20; 路9:6; 徒28:22;
2) 各處(1) 林前4:17;
3) 隨地(1) 徒24:3;
4) 各處的(1) 徒17:30;
5) 遍(1) 可1:28;
6) 處(1) 徒21:28