παραπαφίσκω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
only in aor. 2 παρήπᾰφον, Ep. for παραπατάω,
A mislead, παρά μ' ἤπαφε δαίμων Od.14.488, cf. Theoc.27.12, APl.5.361 ; μολπῇσι π. πέτρας Orph.A.704 ; cajole, δῶρα καὶ θεοὺς π. Trag.Adesp. 434 : c. inf., induce to do a thing by craft or fraud, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Il.14.360, cf. A.R.2.952.
German (Pape)
[Seite 492] (s. ἀπαφίσκω), wie das Vorige, verleiten, verlocken, durch List u. Betrug, Ἥρη δ' ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι, Il. 14, 360; παρά μ' ἤπαφε δαίμων, Od. 14, 488; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 952; μολπῇσι πέτρας, Orph. Arg. 702; Schol. Hom. u. Hesych. erkl. παρέπεισεν.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰπᾰφίσκω: μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ παραπατάω: - παρασύρω, παραπλανῶ, παρά μ’ ἤπαφε δαίμων Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας παραπείθω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρήπαφον;
persuader insidieusement de, inf..
Étymologie: παρά, ἀπαφίσκω.
English (Autenrieth)
aor. 2 παρήπαφεν: deceive, cheat, beguile, w. inf., Il. 14.360†.
Greek Monolingual
Α
1. εξαπατώ, αποπλανώ
2. παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι με πανουργία ή δόλο
3. θέλγω, γοητεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπαφίσκω «απατώ, εμπαίζω»].
Greek Monotonic
παρᾰπᾰφίσκω: μόνο στον αόρ. βʹ παρήπᾰφον, παρασύρω, αποπλανώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει ένα πράγμα με απάτη ή πανουργία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰπᾰφίσκω: (только aor. παρήπᾰφον) склонять, соблазнять (τινά Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-απαφίσκω, ep. aor. παρήπαφον, misleiden, verleiden:; καὶ πρίν με παρήπαφες ἁδέι μύθῳ jij hebt mij ook al eerder misleid met een mooi verhaaltje Theocr. Id. 27.12; met inf.: παρά μ ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων ’ ἔμεναι een godheid heeft mij verleid alleen een hemd te dragen Od. 14.488 (in tmesis).
Middle Liddell
aor2 παρήπᾰφον only in aor2 παρήπᾰφον]
to mislead, beguile, Od.:—c. inf. to induce one to do a thing by craft or fraud, Il.