πάμμορος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, A all-hapless, S.OC161 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 454] ganz, sehr unglücklich, Soph. O. C. 161.
Greek (Liddell-Scott)
πάμμορος: -ον, ὅλως ἀτυχής, ἀτυχέστατος, Σοφ. Ο. Κ. 161.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: πᾶν, μόρος.
Greek Monolingual
πάμμορος, -ον (Α)
πάρα πολύ δυστυχής, δυστυχέστατος («ξένε πάμμορε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μόρος (< μείρομαι)].
Greek Monotonic
πάμμορος: -ον, ολόκληρος κακότυχος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάμμορος: глубоко несчастный, несчастнейший Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάμμορος -ον [πᾶς, μόρος] zeer ongelukkig, allerongelukkigst.
Middle Liddell
πάμ-μορος, ον,
all-hapless, Soph.