ἀπεικονίζω

From LSJ
Revision as of 08:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεικονίζω Medium diacritics: ἀπεικονίζω Low diacritics: απεικονίζω Capitals: ΑΠΕΙΚΟΝΙΖΩ
Transliteration A: apeikonízō Transliteration B: apeikonizō Transliteration C: apeikonizo Beta Code: a)peikoni/zw

English (LSJ)

(εἰκών)

   A represent in a statue, AP12.56 (Mel.); express, ψυχῇ κάλλος ib.127 (Mel.); generally, represent, Porph.Sent.44:— Pass., to be modelled, Ph.1.106, al.; to be described, 1.561.    2 Med., reflect, symbolize, τὴν [τῶν ἀπορρήτων] δύναμιν Procl. in Alc. p.25 C., cf. Inst.209, Aristaenet.2.5.

German (Pape)

[Seite 283] = ἀπεικάζω, Mel. 11. 26 (XII, 56. 127); Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεικονίζω: μέλλ. -ίσω (εἰκών), ὡς τὸ ἀπεικάζω, παριστῶ ἐν εἰκόνι, αὑτὸν ἀπεικονίσας ἔπλασε Πραξιτέλην Ἀνθ. Π. 12. 56· ἐκφράζω, αὐτόθι 127: ― Παθ., τῆς μὲν εἰκόνος κατὰ θεὸν ἀπεικονισθείσης Φίλων 1.106, 154, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

représenter une chose d’après une autre.
Étymologie: ἀπό, εἰκονίζω.

Spanish (DGE)

I 1representar en estatua, ἄγαλμα αὑτὸν ἀπεικονίσας AP 12.56 (Mel.)
en v. pas. ser modelado εἰκόνος κατὰ τὸν θεὸν ἀπεικονισθείσης Ph.1.106.
2 representar, expresar ψυχῇ κάλλος AP 12.127 (Mel.), cf. Porph.Sent.44
en v. pas. ser representado, simbolizado πέντε (πόλεις) ἀπεικονίσθησαν Ph.1.561.
II en v. med. simbolizar, representar τὴν (τῶν ἀπορρήτων) δύναμιν Procl.in Alc.25, cf. in Cra.51, Inst.209, Hero Def.136.24, Aristaenet.2.5.24.

Greek Monolingual

(AM ἀπεικονίζω)
1. παριστάνω κάτι με ζωγραφικό ή πλαστικό έργο
2. περιγράφω, εκφράζω
μσν.
συλλαμβάνω με τον νου, μελετώ
(αρχ., -ομαι) συμβολίζω.

Greek Monotonic

ἀπεικονίζω: μέλ. -ίσω (εἰκών), αναπαριστώ κάτι σε μορφή αγάλματος, σε αδριάντα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εἰκών
to represent in a statue, Anth.