ἀράχνη
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀράχνης, ἀράχνης ἐν ὑφάσματι A.Ag.1492 (lyr.), cf. AP11.110 (Nicarch.); αἱ λειμώνιαι ἀ. Arist.HA555b7 (elsewh. ἀράχνης, q.v.). II spider's web, Hp.Cord.10, S.Fr.286, AP11.106 (Lucill.). III ἀ. λεπταί thin lines, Gal.UP10.12. IV = σφονδύλιον, Ps.-Dsc.3.76. V kind of sundial, Vitr.9.8.1.
German (Pape)
[Seite 344] ἡ, 1) Spinne, Aesch. Ag. 1471. 1497 u. Sp., wie Nicarch. 16 (XI, 110). – 2) Spinngewebe, Lucill. 65 (XI, 106) u. öfter bei Sp., so daß der Unterschied der Gramm. ἀράχνη θηλυκῶς τὸ ὕφασμα, ἀράχνης δὲ ἀρσενικῶς τὸ ζωΰφιον nicht bestätigt wird. – 3) ein Seefisch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀράχνη: ἡ, Ἀττικώτερος τύπος, τοῦ ἀρσεν. ὁ ἀράχνης, κεῖσαι δ’ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1492, πρβλ. 1516, Σοφ. Ἀποσπ. 296. Ἀνθ. Π. 11. 110· αἱ λειμώνιαι ἀράχναι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 27, 3, ἂν καὶ ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸν ἀρσεν. τύπον ὁ ἀράχνης. ΙΙ. τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, «ῤαχνιά», Λατ. aranea, Ἱππ. 269. 44, Ἀνθ. Π. 11. 106 (ἴδε ἐν λ. ἄρκυς).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
araignée, insecte.
Étymologie: DELG pê ἄρκυς.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dór. gen. plu. ἀραχνᾶν B.Fr.4.70, ἀραχνάων Call.SHell.285.12 (pero éste y otros casos pueden ser de ἀράχνης)]
I 1araña, ἀράχνης ἐν ὑφάσμασι A.A.1492, 1516, cf. Democr.B 154, ἀραχνᾶν ἱστοί B.l.c., E.Fr.11M., D.C.41.14.1, ἔργον ἀραχνάων Call.l.c., cf. Plu.2.966e, AP 11.110 (Nicarch.), αἱ λειμώνιαι ἀράχναι las arañas de jardín Arist.HA 555b7.
2 tela de araña, telaraña S.Fr.286, LXX Ps.38.12, Is.59.5, ἀράχνῃ τοὺς πόδας ἐμπλεχθείς AP 11.106 (Lucill.)
•medic. utilizado como término de comparación en descripciones y teorías ὑμένες ... ὁκοῖον ἀράχναι en el corazón, Hp.Cord.10, en la vista, Gal.3.815
•fig. ὁ παρὼν βίος ... ἀ. καὶ σκιά Chrys.M.57.376.
II 1bot. blanca ursina falsa, Heracleum sphondylium L., Ps.Dsc.3.76.
2 cierta parte del astrolabio, Vitr.9.8.1. • DMic.: a-wa-ra-ka-na (?).
Greek Monolingual
η (AM ἀράχνη, Α και ἀράχνη και ἄραχνος, ο)
Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό σήμερα και ως σφαλάγγι, σφάλαγγας, ανυφαντής, ρωγαλίδα
2. ο ιστός της αράχνης, αραχνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < arak -sn -a (πρβλ. λατ. arā -nea). Η λέξη δεν είναι πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή αλλά αναπόδεικτη είναι η σχέση της με τον τ. άρκυς «δίχτυ».
ΠΑΡ. αράχνειος, αράχνιον, αραχνώδης
μσν.
αραχναίος
νεοελλ.
αραχνιάζω, αραχνιδιασμός, αραχνίδωση.
ΣΥΝΘ. αραχνοειδής, αραχνοϋφής
νεοελλ.
αραχνοΰφαντος].
Greek Monotonic
ἀράχνη: ἡ, θηλ. του ἀράχνης, Λατ. aranea,
I. το θηλυκό έντομο αράχνη, σε Αισχύλ., Ανθ.
II. ιστός αράχνης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀράχνη: (ᾰρ) ἡ
1) паук Aesch., Arst., Anth.;
2) паутина Soph., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: spiders web, spider (Hp.),
Other forms: ἀράχνης m. spider (Hes.), ἄραχνος m. (A.); ἀράχνηκες ἀράχναι H. is reshaped after σφῆκες, μύρμηκες, σκώληκες etc..
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Medit.
Etymology: ἀράχνη can be from *ἀρακ-σνα, like Lat. arāneus m. spider, arānea f. spiders web. The word, limited to these two languages, is hardly IE (evt. *h₂rh₂-ek-). Connection with ἄρκυς is impossible if the word is IE, and for a substr. element also difficult. S. Gil Fernandez, Nombres 24f.
Middle Liddell
I. fem. of ἀράχνης, Lat. aranea, Aesch., Anth.
II. a spider's web, Anth.
Frisk Etymology German
ἀράχνη: {arákhnē}
Forms: ἀράχνης m. Spinne (Hes., Pi. usw.), woneben ἄραχνος m. (A. Supp. 887).
Grammar: f.
Meaning: Spinne, Spinnengewebe (Hp., A., Arist. usw.),
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἀράχνιον ‘Spinnen- gewebe’ (Od., Kom., Arist. usw.), auch als Deminutivum kleine Spinne (Arist.), mit ἀραχνιώδης ‘spinngewebe-artig’ (Hp., Arist., Dsk.) und dem Denominativum ἀραχνιόομαι, -όω ‘mit Spinnengewebe überzogen werden, bzw. überziehen’ (Arist., Nonn.). Von ἀράχνη ferner die Adjektiva ἀραχνώδης ‘spinngewebe-ähnlich’ (Arist., Ael.), ἀραχνήεις (Nik.) und ἀραχναῖος (AP) zur Spinne gehörig, ebenso wie das Denominativum ἀραχνάομαι ein Spinnengewebe spinnen (Eust.). — ἀράχνηκες· ἀράχναι H. ist eine Umbildung nach σφῆκες, μύρμηκες, σκώληκες usw.
Etymology : ἀράχνη, falls, wie wahrscheinlich, aus *ἀρακσνα, hat ein genaues Gegenstück in lat. arāneus m. Spinne, arānea f. Spinngewebe aus *arak-sneios. Weitere Verwandtschaft mit ἄρκυς (s. d.) usw. ist nicht wahrscheinlich. Näheres bei W.-Hofmann s. arāneus.
Page 1,129-130