παρήκω

From LSJ
Revision as of 15:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήκω Medium diacritics: παρήκω Low diacritics: παρήκω Capitals: ΠΑΡΗΚΩ
Transliteration A: parḗkō Transliteration B: parēkō Transliteration C: pariko Beta Code: parh/kw

English (LSJ)

   A to have come alongside : hence, lie beside, stretch along, παρὰ πᾶσαν [τὴν θάλασσαν] Hdt.2.32, cf. 4.39,42, 9.15 ; παρὰ τὸ ὀστέον Hp.Loc.Hom.6 ; πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Th.2.96 ; εἰς τὸ πλάγιον X.Cyn.4.1 ; π. πρὸς τὸ πλῆθος extend to the length, Arist.Po.1459b22.    II pass in any direction, ἔνδοθεν στέγης μὴ 'ξω παρήκειν S.Aj.742.    III of Time, to be past, ὁ παρήκων χρόνος the past, opp. ὁ μέλλων, Arist.Ph.222b1 ; but also    2 εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου up to the present time, Pl.Alc.2.148c.    3 ὡς ἂν παρήκῃ as occasion arises, Archig. ap. Orib.8.23.1.    IV remit, of fever, Aret. CA 1.1 (v.l. -είκῃ), cf. 2.3 : metaph., come to an end, παρήκοντος ἤδη τοῦ πολέμου Parth.4.4.

German (Pape)

[Seite 520] hinkommen, sich hinerstrecken; πρός τι, Thuc. 2, 96; πλευρὰς εἰς τὸ πλάγιον παρηκούσας, Xen. Cyn. 4, 1; Sp.; hinanreichen, μέχρι τινός, Sp.; sich daneben hinerstrecken, παρήκουσι παρὰ πᾶσαν τὴν θάλασσαν, Her. 2, 32, vgl. 4, 42; παρῆκε τὸ στρατόπεδον, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἐρυθρέων παρὰ Ὑσιάς, κατέτεινε δὲ ἐς –, 9, 15; so auch Pol. 2, 14, 6 u. öfter; – vorgehen, hervortreten, ἔξω παρήκειν, Soph. Ai. 742. – Von der Zeit, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, Plat. Alc. II, 148 c, bis auf die gegenwärtige Zeit. – Vgl. παρίκω.

Greek (Liddell-Scott)

παρήκω: παρατείνομαι, παρήκει διὰ τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτὴ αὕτη παρὰ Συρίην Ἡρόδ. 4. 39, 42., 9. 15, πρβλ. 2, 32· παρὰ τὸ ὀστέον Ἱππ. 410. 30, πρβλ. 411. 1· πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ Θουκ. 2. 96, πρβλ. Duker εἰς 4. 36· εἰς... Ξεν. Κυν. 4, 1· π. πρός..., προσεγγίζω... κατὰ τὸν ἀριθμόν, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 5. ΙΙ. ἔνδοθεν στέγης μή ‘ξω παρήκειν, νὰ μὴ παρουσιασθῇ ἔξω, νὰ μὴ ἐξέλθῃ, Σοφ. Αἴ. 742. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, παρέρχομαι (ἴδε ἐν λέξ. παρίκω), ὁ παρήκων χρόνος, ὁ παρελθών, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: ὁ μέλλων, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 4· ― ἀλλά, εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου, μέχρι τοῦ παρόντος χρόνου, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 148C.

French (Bailly abrégé)

1 s’avancer : ἔξω SOPH au dehors, càd sortir ; particul. s’avancer jusqu’à;
2 s’avancer auprès, s’étendre le long de, avec παρά et l’acc..
Étymologie: παρά, ἥκω.

English (Slater)

παρήκω παρήκει (v. l. παρίκει) (P. 6.43)

Greek Monolingual

Α
1. εκτείνομαι κατά μήκος, βρίσκομαι παραπλεύρως κάποιου («παρήκουσι παρὰ πᾱσαν τὴν θάλασσαν», Ηρόδ.)
2. παρουσιάζομαι, εξέρχομαι
3. (για μακρά ποιήματα) φθάνω σε μήκος
4. (για τον χρόνο) έχω παρέλθει, έχω περάσει («ὁ παρήκων χρόνος» — ο χρόνος που έχει ήδη περάσει, το παρελθόν, σε αντιδιαστολή προς το μέλλον, Αριστοτ.)
5. (για πυρετό) εμφανίζομαι περιοδικά, διαλείπω
6. μτφ. φθάνω σε ένα τέλος, τελειώνω («παρήκοντος ἤδη τοῦ πολέμου», Παρθ.)
7. φρ. «ὁ παρήκων χρόνος» ἡ «τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου» — ο χρόνος που ήδη διέρχεται ή ο χρόνος που μόλις έχει περάσει σε σχέση με αυτόν που πρόκειται να ακολουθήσει, δηλ. με το παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἥκω (ενεστ. με σημ. παρακμ. «έχω έρθει»)].

Greek Monotonic

παρήκω: μέλ. -ξω,
I. βρίσκομαι δίπλα, δηλ. εκτείνομαι δίπλα, εκτείνομαι κοντά, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. περνώ προς τα εμπρός, εξαπλώνομαι, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ήκω langs... liggen, zich uitstrekken; met παρά + acc..; παρ ’ ἀμφοτέρας παρήκει ἡ Εὐρώπη Europa strekt zich uit langs beide (nl. Libië en Azië) Hdt. 4.42.1; met πρός + acc..; παρήκουσι πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ Ὀσκίου ποταμοῦ ze strekken zich uit naar waar de zon ondergaat (het westen) tot aan de rivier de Oskios Thuc. 2.96.4; van tijd. εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου tot in het heden Plat. Alc.2 148c.

Russian (Dvoretsky)

παρήκω:
1) простираться, тянуться (παρὰ τὴν θάλασσαν Her.; π. πρὸς ἡλίου δύσιν μέχρι τοῦ ποταμοῦ Thuc.);
2) достигать, доходить (πρὸς τὸ πλῆθός τινος Arst.): εἰς τὸ παρῆκον τοῦ χρόνου Plat. до настоящего момента;
3) выходить (ἔνδοθεν στέγης ἔξω π. Soph.);
4) проходить, миновать: ὁ παρήκων χρόνος Arst. прошедшее время, прошлое.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to have come alongside, i. e. to lie beside, stretch along, Hdt., Thuc.
II. to pass forth, Soph.