γόος

From LSJ
Revision as of 21:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόος Medium diacritics: γόος Low diacritics: γόος Capitals: ΓΟΟΣ
Transliteration A: góos Transliteration B: goos Transliteration C: goos Beta Code: go/os

English (LSJ)

ὁ, A weeping, wailing, σχέθε δ' ὄσσε γόοιο Od.4.758; also of louder signs of grief, ib.103; ἐρικλάγκταν γόον Pi.P.12.21; ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ., A.Pers.949 (lyr.), Ch.449 (lyr.); γόους δακρύειν S. Aj.579; οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, of the nightingale, ib.629 (lyr.); γ. τινός grief for one, Q.S.3.644; so γόους πρὸς αὐτὴν [τούτων] θησόμεσθ', ἃ πάσχομεν for our sufferings, E.Or.1121: in late Prose, LXX 3 Ma.1.18 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 502] ὁ, Klage, lautes Wehklagen u. Weinen, bes. um Verstorbene, Todtenklage; Hom. oft, z. B. Iliad. 18, 51 Odyss. 4, 102. 103; im plural. Odyss. 1, 242 ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν. Pind. P. 3, 103. 12, 101 u. Tragg.; γόους θησόμεσθ' ἅ πάσχομεν, Klagen erheben über das, was wir leiden, Eur. Or. 1119.

Greek (Liddell-Scott)

γόος: ὁ, πᾶν ἐξωτερικὸν σημεῖον θλίψεως: κλαυθμός, θρῆνος, στεναγμός, κραυγή, πένθος, ὀλολυγμός· παρ᾿ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐπὶ δακρύων, π. χ. σχέθε δ᾿ ὄσσε γόοιο Ὀδ. Δ. 758· οἷον ἐπὶ μεγαλοφωνοτέρων σημείων θλίψεως, αὐτ. 103· ἐρικλάγκταν γόον Πίνδ. ΙΙ. 12. 37· ἀρίδακρυς γ., πολύδακρυς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 947, Χο. 449· γόους δακρύειν Σοφ. Αἴ. 579· οἰκτρᾶς γ. ὄρνιθος, τῆς ἀηδόνος· αὐτ. 628·― γ. τινός, θρῆνοςλύπη διά τινα, Κόϊντ. Σμυρ. 3. 644· οὕτω, γόους [τούτων] θησόμεσθ᾿, ἅ πάσχομεν, τῶν παθημάτων μας, τῶν συμφορῶν μας, Εὐρ. Ὀρ. 1121. (Ἐντεῦθεν γοάω. Ἴσως √ΓΟ καὶ √ΒΟ εἰσὶ συγγενεῖς· ἴδε ἐν Β β. Ι.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
gémissement, lamentation, plainte ; γόους δακρύειν SOPH gémir en pleurant ; γόος τινός, gémissement sur le sort de qqn.
Étymologie: R. Γο p. ΓοϜ, faire résonner.

English (Autenrieth)

wailing, lamentation; γόον δ' ὠίετο θῦμός, ‘his soul was engrossed with woe,’ he was ready to burst into wailing, Od. 10.248.

English (Slater)

γόος
1 lamentation ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον (sc. Ἀχιλλεύς) (P. 3.103) ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον (P. 12.21) cf. (P. 12.7)

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [ép. gen. -οιο Il.18.316]
1 lamento, planto ritual fúnebre τοῖσι ... Πηλεΐδης ... ἐξῆρχε γόοιο por Patroclo Il.l.c., cf. 22.430, 23.17, 24.747, τῇσι δ' ἔπειθ' Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο Il.24.761, γ. καὶ κήδεα Il.5.156, h.Cer.249, γ. καὶ πένθος Il.17.37, οὐ ... λήξω θρήνων στυγερῶν τε γόων S.El.104, cf. 353, 379, 870, A.R.3.708, γόων ... μνᾶστις Simon.26.3, ὦρσεν ... ἐκ Δαναῶν γόον Pi.P.3.104, cf. 12.21, ἴτω γ. A.Th.964, cf. 657, 917, para evocar al muerto o aplacar a los dioses infernales ψυχαγωγοῖς ... γόοις A.Pers.687, cf. S.El.291, OT 30, E.Andr.1198, contrario a cantos y manifestaciones de alegría ὑμεναίων γ. ἀντίπαλος E.Alc.922, cf. IKios 102.6 (I a.C.), τίς ἂν ἢ γ. ἢ μέλος E.Fr.1.4.6 Bond, γ. αἴλινος ITarraco 684.1 (III d.C.), λοιβῆς καὶ θυέων ἄξιον, οὐχὶ γόων IUrb.Rom.1148.10, cf. 1379.3.
2 lamento, sollozo individual y por diferentes motivos γόου ἵμερον ὦρσε Il.23.14, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il.23.108, 153, acompañado de lágrimas y otras manifestaciones de duelo τῆς δ' εὔνησε γόον, σχέθε δ' ὄσσε γόοιο calmó la pena de ésta, contuvo a sus ojos de llorar por la marcha de Telémaco Od.4.758, κλαυθμοῖο γόοιο τε Od.21.228, γ. ἀρίδακρυς A.Pers.947, cf. Ch.449, S.Ai.579, E.IT 832, Or.204, IUrb.Rom.1366.7, γόον εὔνασον deja de lamentarte de Hermíone por la huida de su madre Helena, Colluth.336, del llanto de las Helíades, A.R.4.605, cf. 624, 750
c. dif. calif. ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ' ἀλίαστον ὄρινε Il.24.760, γόους ἀνωφελεῖς A.Pr.33, γόων ... οὐκ ἀσήμονες φθόγγοι S.OC 1668, cf. Emp.B 154a, γοεροῖο γόοιο Call.Fr.323, cf. A.R.1.275, LXX 3Ma.1.18, 4.3, en inscr. funerarias ματρὶ λέλοιπε γόον ISmyrna 552.6 (I d.C.)
comportando necesaria purificación y relajación γόοιο μὲν ἔστι καὶ ἆσαι Il.23.157, ἐπεί κ' ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο Il.23.10, cf. Od.11.212, 19.213, S.OC 1622, γόου κόρον E.Fr.118.4, Hel.321
c. gen. obj. lamento por τῷ δ' ἄρα πατρὸς ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο y suscitó en él deseo de llorar por su padre, Il.24.507, Od.4.113, πατέρων ... γ. ἔνδικος A.Ch.330, pero subjet. κλύων γόον ματρός escuchando el lamento de tu madre E.El.1211
c. constr. prep. γόους πρὸς αὐτὴν ... θησόμεσθ' E.Or.1121
del canto del ruiseñor interpr. como un lamento θρηνεῖ δὲ γόον τὸν ἀηδόνιον A.Fr.291, cf. S.Ai.629, Luc.Trag.53.

• Etimología: De γόϝος de la r. *geH3-, en grado P, y -ou, cf. aaa. gikewen ‘llamar’, lituan. gaũsti ‘sonar sordamente’, etc.

Greek Monolingual

ο (AM γόος)
θρήνος, βόγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γοώ].

Russian (Dvoretsky)

γόος: ὁ тж. pl. рыдания, стоны, причитания, вопли Hom., Pind., Trag.: γόους δακρύειν Soph. горько рыдать; γόους θέσθαι τι Eur. зарыдать о чем-л.

Frisk Etymological English

See also: s. γοάω.

Middle Liddell


weeping, wailing, groaning, howling, mourning, lamentation, Hom., Trag.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γόος -ου, ὁ poët. gehuil, gejammer, klacht, spec. dodenklacht.

Frisk Etymology German

γόος: {góos}
See also: s. γοάω.
Page 1,321

English (Woodhouse)

lamentation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)