ἐνσκευάζω

From LSJ
Revision as of 08:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσκευάζω Medium diacritics: ἐνσκευάζω Low diacritics: ενσκευάζω Capitals: ΕΝΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: enskeuázō Transliteration B: enskeuazō Transliteration C: enskevazo Beta Code: e)nskeua/zw

English (LSJ)

A get ready, prepare, δεῖπνον Ar.Ach.1096; harness, ἵππους Polyaen.7.21.6:—Med., contrive, διαβολάς J.BJ1.3.2. 2 dress in, ἱματίῳ τινά Plu.Lyc.15, cf. Luc.Nec.8; ὁτιή σε . . Ἡρακλέα νεσκεύασα dressed you up as Hercules, prob.l.in Ar.Ra.523:—Med., dress oneself up, Id.Ach.384, Pl.Cri.53d; δουλικῶς Phryn.Com.2 D.; arm oneself, X.Cyr.8.5.11; ἱππεῖς -σάμενοι τοὺς ἵππους having put trappings on their horses, Jul.Or.2.76d:—but Med. just like Act., Luc.Asin.37:—Pass., to be equipped, ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτως Hdt.9.22; ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐ. Plu.Oth.6; εἰς εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ, τοῦ ἡλίου, Porph.ap Eus.PE3.12: metaph., σωφροσύνην ἐνεσκευασμένος Ph.1.682.

German (Pape)

[Seite 852] zurecht machen, anrichten; δεῖπνον Ar. Ach. 1096; τοὺς ἵππους, anschirren, Polyaen. 7, 21, 6; ἱματίῳ τινά, mit einem Gewande versehen, bekleiden, Plut. Lyc. 15, wie τῷ πίλῳ, τῇ λεοντῇ, τῇ λύρᾳ, Luc. Necyom. 8. – Med., sich ausrüsten, bes. anziehen, ankleiden, Ar. Ach. 383. 436 Plat. Crit. 53 d; von kriegerischer Rüstung, sich waffnen, Xen. Cyr. 8, 5, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσκευάζω: μέλλ. -άσω, ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, δεῑπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) ἐνδύωστολίζω, τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· ὁτιή σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα (οὕτως ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., ἐνδύω ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ οἷον ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, διότι ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» οὕτως, Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6.

French (Bailly abrégé)

équiper, préparer, disposer : ἱματίῳ τινά PLUT revêtir qqn d’un habit;
Moy. ἐνσκευάζομαι;
I. intr. 1 s’équiper;
2 s’armer;
II. tr. équiper, revêtir.
Étymologie: ἐν, σκευάζω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 disponer, preparar en c. ac. de cosa δεῖπνόν τις ἐνσκευαζέτω (τῇ κίστῃ) que alguien disponga mi cena (en la cesta) Ar.Ach.1096, tb. en v. med. λέγεται ... Τυραννίονα ... ἐνσκευάσασθαι τὰ πολλὰ (τῶν βιβλίων) en la Biblioteca de Alejandría, Plu.Sull.26, abs. ἕωθεν ... ἐνσκευασάμενοι muy de mañana tras hacer los preparativos Longus 4.33.2
fig., en v. med. preparar, disponer, tramar c. ac. de abstr. (διαβολάς) ἃς οἱ πονηροὶ ... ἐνεσκευάσαντο I.BI 1.72, cf. 450, ἄλλα τε πολλὰ πρὸς τὸ πιθανὸν ἐνσκευαζόμεναι I.BI 1.439, cf. 2.417, τηλικοῦτον μύσος ἐνσκευαζόμενον I.BI 1.630, en v. pas. τῶν κατὰ Σαλώμης ἐνσκευασθεισῶν (ἐπιστολῶν) I.BI 1.644.
2 c. ac. de pers. o anim. ataviar, vestir, equipar τὴν θεὸν ἐνσκευασάμενοι tras haber ataviado a la diosa Luc.Asin.37, ἐνσκευάσαντες τὴν κόρην Ach.Tat.3.21.2, cf. Plu.2.304b
c. otras determ. vestir de, equipar con c. dos ac. ὁτιή σε ... Ἡρακλέα 'νεσκεύασα porque te vestí de Heracles Ar.Ra.523, c. dat. instrum. o giro prep. ἐμὲ δὲ τουτοισὶ ... ἐνεσκεύασε y a mí me vistió con las siguientes cosas Luc.Nec.8, τὴν δ' ἡ νυμφεύτρια ... ἱματίῳ δ' ἀνδρείῳ ... ἐνσκευάσασα Plu.Lyc.15, κρυπτοῖς ὅπλοις ἐνσκευάσας τοὺς ἀσημοτέρους I.BI 5.100, εἰσέπεμψεν ἀπελεύθερον οἷον εἰς πολεμίων κατάσκοπον ἐνσκευάσας Plu.2.434d
en cont. bélico equipar, enjaezar τοὺς ἵππους Polyaen.7.21.6, tb. en v. med. ἱππεῖς ἐνσκευασάμενοι τοὺς ἵππους καὶ τὰ σημεῖα τῶν τάξεων Iul.Or.3.76d.
3 c. ac. de cosa o abstr., en v. med. ponerse encima, ataviarse con διφθέραν ... ἢ ἄλλα οἷα δὴ εἰώθασιν ἐνσκευάζεσθαι οἱ ἀποδιδράσκοντες Pl.Cri.53d, ἀνδρῶν ... θύρσους τε καὶ νεβρίδας ἐνεσκευασμένων D.C.79.18.1
fig. investirse οὐ μὴν δὴ σωφροσύνην καὶ εὐσέβειαν καὶ τὰς ἄλλας ἀρετὰς ἐνεσκευασμένῳ (ἀνδρί) para un un hombre investido no precisamente de moderación, piedad y las demás virtudes Ph.1.682.
II intr., sólo en v. med. equiparse, prepararse, vestirse c. adv. o expr. adverb. σὺ δ' ... δουλικῶς ἐνσκεύασαι tú vístete de esclava Phryn.Com.39.1, cf. Men.Fr.504, ἐνσκευάσασθαί ... οἷον ἀθλιώτατον vestirse del modo más lastimero posible Ar.Ach.384, cf. 436, τὸν αὐτὸν ἐνεσκευάζοντο τρόπον Artem.2.3, c. dat. (Ἑρμῆς) κηρυκείοις καὶ πεδίλοις ... ἐνσκευαζόμενος Ph.2.559, ἐνσκευασάμενος ὀθόνῃ ποδήρει καὶ φοινικίδι Max.Tyr.8.2, c. giro prep. ὁ μὲν ἱεροφάντης εἰς εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ ἐνσκευάζεται Porph.Fr.360.75
cont. milit. armarse, equiparse los guerreros para el combate ἐνσκεύαστο γὰρ οὕτως Hdt.9.22, cf. D.C.62.2.4, εἰ δέοι τι ἐνσκευάζεσθαι τοὺς ἱππέας X.Cyr.8.5.11, c. adv. y dat. instrum. Γαλακτικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνσκευασμένος equipado a la manera gala con calzones y manoplas Plu.Oth.6, cf. Sert.3.

Greek Monolingual

ἐνσκευάζω (AM) σκευάζω
παρασκευάζω («καὶ δεῑπνόν τις ἐνεσκευαζέτω», Αριστοφ.)
αρχ.
1. ντύνω, στολίζω κάποιον («ἱματίῳ δ' ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει», Πλούτ.)
2. οπλίζομαι
3. μηχανεύομαι, επινοώ.

Greek Monotonic

ἐνσκευάζω: μέλ. -άσω,
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω, σε Αριστοφ.
2. ντύνομαι, φορώ ένδυμα, σε Πλούτ.· Ἡρακλέα 'νεσκεύασα, σε μεταμφίεσα σε Ηρακλή, σε έντυσα όπως εκείνον, σε Αριστοφ. — Μέσ., ντύνομαι, στολίζομαι, μεταμφιέζομαι με άλλα ρούχα, στον ίδ.· εξοπλίζομαι, σε Ξεν. — Παθ., είμαι εξοπλισμένος, εφοδιασμένος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσκευάζω:
1) готовить, приготовлять (δεῖπνον Arph.);
2) одевать, наряжать (τινὰ ἱματίῳ Plut.; τινὰ τῇ λεοντῇ, med. τὴν θεόν Luc.); med. одеваться (ἀναξυρίσι καὶ χειρίσιν ἐνεσκευασμένος Plut.);
3) обувать (ὑποδήμασιν Plut.);
4) med. снабжать (τινὰ τῇ λύρᾳ Luc.);
5) med. вооружаться (δεῖ ἐ. τοὺς ἱππέας Xen.).

Middle Liddell

fut. άσω
1. to get ready, prepare, Ar.
2. to dress in a garment, Plut.; Ἡρακλέα 'νεσκεύασα dressed you up as Hercules, Ar.:—Mid. to dress oneself up in other clothes, Ar.: to arm oneself, Xen.: —Pass to be equipped, Hdt.