πενθῶ

From LSJ
Revision as of 12:02, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθῶ Medium diacritics: πενθῶ Low diacritics: πενθώ Capitals: ΠΕΝΘΩ
Transliteration A: penthō̂ Transliteration B: penthō Transliteration C: pentheo Beta Code: penqw=

English (LSJ)

πενθέω. Ep. 3dual A πενθείετον Il.23.283 ; Ep. inf. πενθήμεναι Od.18.174, 19.120 : fut. -ήσω A.Fr.207 : aor. ἐπένθησα Id.Ch. 173, Aeschin. 3.211 : pf. πεπένθηκα Luc.Demon.25, (συμ-) D.60.33 : (πένθος) :— bewail, lament, esp. for persons, νέκυν πενθῆσαι Il.19.225, cf. Trag.Adesp.331 ; πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95 ; π. γόοις A.Pers.545 (anap.) ; π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66 ; π. τινὰ τριχί A.Ch.173 ; ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211 : abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr.258b, etc.: c. acc. cogn., πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64 :—Pass., πενθοῦμαι to be mourned for, Isoc.10.27 ; πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4. 2 of things, π. κακά S.OT1320, Lys.2.2 ; πήματα S.OC739; τύχας E.Med.268.

German (Pape)

[Seite 554] beklagen, betrauern; bes. einen Todten, νέκυν πενθῆσαι, Il. 19, 225. 23, 283; Hom. hat auch den int. πενθήμεναι für πενθέμεναι = πενθεῖν, Od. 18, 173. 19, 120, welche Form alte Gramm. von einem ungebräuchlichen πένθημι od. gar πενθαίνω, wie Eust. ableiten; πενθείετον = πενθεῖτον, Il. 23, 283; πενθοῦσι γόοις ἀκορεστοτάτοις, Aesch. Pers. 537; πενθεῖ δ' ἄνδρα δόμος στερηθείς, 571; πενθεῖ νέον οἶκτον, Suppl. 62, u. oft; Soph. O. R. 1320 O. C. 743; Eur. u. folgde Dichter; Orak. bei Her. 7, 220; u. in Prosa: πενθεῖ αὐτός τε καὶ οἱ ἑταῖροι, Plat. Phaedr. 258 b; so absolut auch Rep. X, 606 b; δημοσίᾳ τινά, Lys. 2, 66; τοὺς ἀπολωλότας, Xen. Hell. 2, 2, 3; μηδένα πώποτε

Greek (Liddell-Scott)

πενθέω: Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. πενθείετον Ἰλ. Ψ. 283· Ἐπικ. ἀπαρ. πενθήμεναι Ὀδ. Σ. 174, Τ. 120, πρβλ. καλήμεναι, ποθήμεναι, φιλήμεναι ἐκ τοῦ καλέω, κτλ.· - μέλλ. -ήσω Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190· ἀόρ. ἐπένθησα Εὐρ., Αἰσχίν.· πρκμ. πεπένθηκα Λουκ. Δημώνακτ. βίος 25, (συμ-) Δημ. 1399. 26. (πένθος). Ὀδύρομαι, ὀλοφύρομαι, θρηνῶ, κλαίω, κυρίως νεκρόν, νέκυν πενθῆσαι Ἰλ. Τ. 225· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα Ἡρόδ. 4. 95· π. ἄνδρα γόοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 545· π. τινα δημοσίᾳ Λυσ. 196. 43· π. τινα τριχὶ (πρβλ. κουρὰ) Αἰσχύλ. Χο. 173· ὡσαύτως ἐπὶ τινι π. καὶ κείρεσθαι Αἰσχίν. 84. 14· - ἀπολ., πενθῶ, ἔχω πένθος, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β· μετὰ συστοίχ. αἰτ. πενθεῖ νέον οἶκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63. - Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον πένθους, μὲ θρηνοῦσι, Ἰσοκρ. 213C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1320, Λυσ. 190. 29· πήματα Σοφ. Ο. Κ. 739· τύχας Εὐρ. Μήδ. 268.

French (Bailly abrégé)

πενθῶ :
f. πενθήσω, ao. ἐπένθησα, pf. πεπένθηκα;
Pass. seul. prés.
1 tr. pleurer, déplorer, acc.;
2 intr. être dans le deuil, pleurer.
Étymologie: πένθος.

English (Autenrieth)

du. πενθείετον, inf. πενθήμεναι, aor. inf. πενθῆσαι: mourn, mourn for; τινά, Il. 23.283; γαστέρι, ‘by fasting,’ Il. 19.225.

English (Strong)

from πένθος; to grieve (the feeling or the act): mourn, (be-)wail.

English (Thayer)

πένθω; future πενθήσω; 1st aorist ἐπένθησα (πένθος); from Homer down; the Sept. chiefly for אָבַל; to mourn;
a. intransitive: πενθεῖν καί κλαίειν, ἐπί τίνι, over one, R G L (ἐπί τινα, ibid. T Tr WH (to mourn for, Lamentations , one: Winer s Grammar, 635f (590); Buttmann, § 131,4. Synonym: see θρηνέω, at the end.)

Greek Monotonic

πενθέω: Επικ. γʹ δυϊκ. πενθείετον, απαρ. πενθήμεναι· μέλ. πενθήσω, αόρ. αʹ ἐπένθησα, παρακ. πεπένθηκα· (πένθοςθρηνώ, κλαίω, πενθώ, σε Ομήρ. Ιλ.· πενθεῖν τινα ὡς τεθνεῶτα, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., οδύρομαι για, σε Ισοκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθέω [πένθος] ep. praes. 3 dual. πενθείετον, inf. πενθήμεναι; Ion. imperf. 3 plur. ἐπένθεον met acc. betreuren, rouwen om:; νέκυν πενθῆσαι rouwen om een dode Il. 19.225; pass.: ἰδὼν αὐτούς... πενθουμένους ἔτι ζῶντας toen hij zag dat zij nog bij leven als doden betreurd werden Isocr. 10.27. abs., intrans. klagen, rouwen:; πενθεῖ αὐτός hijzelf is in rouw Plat. Phaedr. 258b; met acc. v. h. inw. obj.: πενθεῖ μὲν οἶκτον ἠθέων zij uit een jammerklacht om haar woongebied Aeschl. Suppl. 64.

Russian (Dvoretsky)

πενθέω: эп. тж. πενθείω (эп. inf. πενθήμεναι)
1) оплакивать (νέκυν Hom.; τινα δημοσίᾳ Lys.; τοὺς ἀπολωλότας Xen.; ἐπί τινι Aeschin.);
2) быть в печали, сокрушаться, горевать Hom., Aesch., Plat. etc.

Middle Liddell

πένθος
to bewail, lament, mourn for, Il.; πενθεῖν τινὰ ὡς τεθνεῶτα Hdt., etc.:—Pass. πενθοῦμαι: to be mourned for, Isocr.