σίντης
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word, A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715. 2 Subst., = ἔχις, ib.623. 3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115. 4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).
German (Pape)
[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.
Greek (Liddell-Scott)
σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.
English (Autenrieth)
ravening. (Il.)
Greek Monolingual
και σίντις και σίντος, ὁ, ΜΑ σίνομαι
(κυρίως για λιοντάρι ή λύκο και, μτφ., για τον διάβολο) αυτός που κατασπαράζει
αρχ.
1. έχιδνα, οχιά
2. ληστής, κακούργος.
Greek Monotonic
σίντης: -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
σίντης: ου adj. m грабящий, разоряющий, хищный (λέων, λύκοι Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σίντης -ου, ὁ [σίνομαι] roofdier.
Middle Liddell
σίντης, ου, ὁ, σίνομαι
destructive, ravenous, of wild beasts, Il.