σκῖρος

From LSJ
Revision as of 17:51, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῖρος Medium diacritics: σκῖρος Low diacritics: σκίρος Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skîros Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: ski=ros

English (LSJ)

ὁ, A hard (perh. chalk) land overgrown with bushes, scrub, Tab.Heracl.1.19; τῶν ξύλων . . τῶν ἐν τοῖς σ. ib.144; = πυρρώδης (ῥυπώδης cj. Mein.) γῆ acc. to Philet. ap. Hsch.; σκ[ε]ίρα (leg. σκῖρα) . . χωρία ὕλην ἔχοντα εὐθετοῦσαν εἰς φρύγανα, Hsch.; σκ[ε]ῖρος· . . ἄλσος καὶ δρυμός, Id. (but opp. δρυμός, Tab.Heracl. ll.cc.); ἠὲ σ. ἔην, νῦν αὖ θέτο τέρματ' Ἀχιλλεύς Il.23.332,333 as shortd. into one line by Aristarch. (here = ῥίζα, διὰ τὸ ἐσκιάσθαι acc. to Sch.T ad loc.). 2 hardened swelling or tumour, induration, Hp.Mul.1.18 (τὸν σκῖρον [σκίρρον codd.] σκῦρον ὀνομάζει Erot. s.v. σκυρωθῶσι), Sor.2.7 (σκύρου cod.), 9 (σκύρον cod.), 56, Gal.11.736, Aret.CD1.14 (σκίρρος codd.). 3 σκίρρος,= γύψος, Suid. (cod. A in marg.); also σκίρρα, = γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος, Id. (written σκίρα Id.s.v. σκίρος) ; γῆ σκιρράς, Sch.Ar.V.921.

Greek (Liddell-Scott)

σκῖρος: ἢ σκίρρος (ἴδε ἐν τελ.), ὁ γύψος· ὡσαύτως λατύπη ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 925 (921), Σουΐδ.· παρὰ Σουΐδ. καὶ σκίρρα, ἡ· ὡσαύτως γῆ σκιρράς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) σκληρὸν ἐπικάλυμμα, οἴδημα σκληρυνθέν, σκλήρωμα, Λατ. scirrhus, Ἱππ. 598. 48, πρβλ. Foës. Oecon.ι ἐπίστρωμα ἀκαθαρσίας, σκῖρον ἠμφιεσμένη Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 5, πρβλ. Κρατῖν, ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. δάσος, δρυμός, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 144 (ἴδε Franz, σελ. 70Ga). 2) ῥίζαπρέμνον, κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ὅστις τοὺς δύο στίχους Ἰλ. Ψ. 332, 333 συνεχώνευσεν εἰς ἕνα: ἡὲ σκῖρος ἕην· νῦν αὖ θέτο τέρματ’ Ἀχιλλεύς, ἴδε Σχόλ. Victor ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. Σκῖρος, ἡ, πόλις ἐν Ἀρκαδίᾳ· ἴδε ἐν λέξ. Σκιρῖται. (Οἱ τύποι σκίρρος, σκεῖρος ἐγεννήθησαν ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι εἶναι φύσει μακρόν· πρβλ. κνῖσα, θρυλέω· οὕτω, Σκείρων, Σκειρωνίδες, κτλ., ἴδε Schmidt εἰς Ἡσύχ. ἐν ταῖς λέξ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 terrain inculte couvert de fourrés, maquis;
2 t. médic. induration, tumeur, abcès dur (cf. σκίρρος).
Étymologie: DELG étym. inconnue ; cf. σκιρρός.

Greek Monotonic

σκῖρος: ὁ, γύψος· οποιοδήποτε σκληρό επικάλυμμα, βλ. σκῖρον.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: induration, callus, hard tumour (medic.), hard, scrubby ground, scrub (Tab. Heracl.).
Other forms: -ρρ-, also σκῦρ-); σκῖρος m., -ον n. crust, rind, cheese-rind, herdened dirt (com.); also hard, white matter, gypsum (sch. Ar. V. 921, Suid.), in this meaning also σκίρρα (Suid.), γῆ σκιρράς (sch. Ar. V. 921); γῆ λευκή ὥσπερ γύψος Su.
Derivatives: σκιρρίτης m. gypsum-worker (Zonar., Redard 36). -- Abstractformation σκιρρ-ίη f. induration (Aret.; Scheller 56), ἀκροσκιρ-ίαι f. pl. high scrubby lands (Tab. Heracl.); adj. σκιρ(ρ)-ός hard (Plu., Them. a. o.), -ώδης callous (Gall., Poll.); verb -όομαι, also w. έπι- a. o., to harden, to take root (Sophr., medic.) with -ωμα n. induration (Dsc.). -ωσις f. id. (Sor., Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Cf. σκῦρος. -- Furnée 387 takes the word a Pre-Greek, which seems quite prob.

Middle Liddell

σκῖρος, ὁ,
stucco: any hard covering, v. σκῖρον.

Frisk Etymology German

σκῖρος: {skĩros}
Forms: (-ρρ-, auch σκῦρ-); σκῖρος m., -ον n. Kruste, Rinde, Käserinde, festgewordener Schmutz (Kom.); auch harte, weiße Materie, Gips (Sch. Ar. V. 921, Suid.), in dieser Bed. auch σκίρρα (Suid.), γῆ σκιρράς (Sch. Ar. V. 921),
Grammar: m.
Meaning: Verhärtung, Schwiele, harte Geschwulst (Mediz.), harter, struppiger Boden, Gestrüpp (Tab. Heracl.),
Derivative: σκιρρίτης m. Gipsarbeiter (Zonar., Redard 36). — Abstraktbildung σκιρρίη f. Verhärtung (Aret.; Scheller 56), ἀκροσκιρίαι f. pl. hochgelegenes struppiges Gelände (Tab. Heracl.); Adj. σκιρ(ρ)-ός hart (Plu., Them. u. a.), -ώδης schwielig (Gall., Poll.); Verb -όομαι, auch m. έπι- u. a., hart werden, sich verhärten, einwurzeln (Sophr., Mediz.) mit -ωμα n. Verhärtung (Dsk.). -ωσις f. ib. (Sor., Gal.).
Etymology : Unerklärt. Vgl. σκῦρος.
Page 2,734