ἐρεμνός
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ή, όν, (Ἐρεβνός, cf. Ἔρεβος) A murky, black, dark, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Od.24.106, cf. h.Merc.427; ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικώς Od.11.606, cf. Sapph.Supp.1.18 ; ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il.12.375 ; ἐ. αἰγίς 4.167, Hes.Sc.444 ; ἕσπερος A.R.4.1289 ; ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, of bloodshed, A.Ag.1390 ; ἐ. αἷμα S.Aj.376(lyr.); Ἅιδου μυχοί prob. in E.Heracl.218: metaph., ἐ. φάτις = a dark, obscure rumour, S.Ant.700 ; ἔρος ἐ. Ibyc.1.
German (Pape)
[Seite 1025] (für ἐρεβεννός von ἔρεβος), schwarz, finster, dunkelfarbig, νύξ Od. 11, 606; γαῖα 24, 106; H. h. Merc. 427; Hes. Th. 334; αἰγίς, des Zeus, Sc. 445, wo es den Nebenbegriff des Grausenerregenden, Furchtbaren hat; ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Il. 12, 375; vom Blut, ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου Aesch. Ag. 1363; ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα Soph. Ai. 369; ᾅδου τ' ἐρεμνῶν ἐξήγαγεν μυχῶν Eur. Heracl. 218; ἕσπερος Ap. Rh. 4, 1291; – übertr., τοιάδ' ἐρεμνὴ σῖγ' ἐπέρχεται φάτις Soph. Ant. 696, eiu dunkles Gerede, dessen Urheber man nicht kennt. – Auch Ant. Lib. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεμνός: -ή, -όν, συγκεκομμ. ἐκ τοῦ ἐρεβεννὸς (πρβλ. Ἔρεβος), μέλας, ζοφώδης, κατάμαυρος, ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Ὀδ. Ω. 106, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 427: - ὡσαύτως, ζοφερός, σκοτεινός, ἐρεμνῇ νυκτὶ ἐοικὼς Ὀδ. Λ. 606· ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι Ἰλ. Μ. 375· αἰγὶς ἐρ. Ξ. 167. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 444· ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου, ἐπὶ αἱματοχυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· ἐρ. αἷμα Σοφ. Αἴ. 376· Ἅιδου μυχοὶ Εὐρ. Ἡρακλ. 218· μεταφ., ἐρεμνὴ φάτις, σκοτεινὴ φήμη, Σοφ. Ἀντ. 700.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
obscur, sombre, ténébreux : fig. ἐρεμνὴ φάτις SOPH bruit obscur.
Étymologie: ἐρέφω, cf. ἔρεβος.
English (Autenrieth)
= ἐρεβεννός. ἐρεμνὴ γαῖα =Ἔρεβος, Od. 24.106.
Greek Monolingual
ἐρεμνός, -ή, -όν και ἐρεμναῖος, -η, -ον (Α)
1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός
2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» — σκοτεινή φήμη (Σοφ.)
3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.)
4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος].
Greek Monotonic
ἐρεμνός: -ή, -όν, συγκοπτ. από ἐρεβεννός (πρβλ. Ἔρεβος), μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός, κατάμαυρος, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐρεμνὴ φάτις, σκοτεινή φήμη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρεμνός:
1) темный, черный (γαῖα Hom., Hes.; νύξ Hom.; αἷμα Soph.; Ἃιδου μυχοί Eur.);
2) темный, невнятный, неясный (φάτις Soph.).
Middle Liddell
ἐρεμνός, ή, όν [syncop. from ἐρεβεννός [cf. Ἔρεβος
black, swart, dark, Hom., Aesch., etc.:—metaph., ἐρεμνὴ φάτις a dark, obscure rumour, Soph.