ὤνιος
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
α, ον, Aeschin.3.160; also ος, ον Luc.Nigr.25, Plu.Cat.Mi.21:—A to be bought, for sale, Epich. 71; πῶς ὁ σῖτος ὤ.; how's corn selling? Ar.Ach.758, cf. Eq. 480: c. gen. pretii, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠ. Aeschin. l.c.; τῆς οὐσίας γάρ εἰσιν . . ὤνιοι (sc. ἰχθύες) Alex.76.7; θανάτου γάρ ἐστιν ὤνιον Men.366, cf. Phld.Mus.p.67K.; οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια Plu.2.135b; ἐς ὤνιον ἐλθεῖν come to market, Thgn.127 (dub. cj., ὥριον codd.); ὤνιον εἶναι to be on sale, Pl.Lg.848a; οὗ ὁ οἶνος ὤνιος Is.6.20; οὗ τὰ βιβλἴ ὤνια Eup.304; εἰς Ῥώμην ὤνιος ἤχθη Plu.Crass. 8; οἰκέτας ὠνίους ἐξάγειν Id.2.680e; Ἀττικὰς ἰσχάδας ὠνίους κομισθείσας commercially imported Attic figs, ib.173c; ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, prov. of great distress, D.22.15; τὰ ὤ. goods for sale, marketwares, X.Cyr.1.2.3, Lys.22.16, D.8.67; τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG 799.22 (Cyzicus, i A. D.), cf. Wilcken Chr.41 iii 31 (iii A. D.). 2 of a venal magistrate, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Din.1.20; διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Arist.Pol.1270b10; so ἀρχαιρεσίαι ὤ. Plu.Cat.Mi. 21.
German (Pape)
[Seite 1412] auch 2 Endgn, zu kaufen, käuflich, feil; πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; um welchen Preis ist das Getreide feil? was kostet es? Ar. Ach. 723, vgl. Equ. 480; Plat. Legg. VIII, 848 a; ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, auf den Markt kommen, feil stehen, Theogn. 127, nach Brunck's Em.; τὰ ὤνια, die Marktwaaren, Xen. An. 1, 2,12; Lys. 22, 16; οὗ δ' οἶνος ὤνιος Is. 6, 20; Sp., wie Plut. Rom. 25; Antiphil. 23 (VII, 622); Xen. Cyr. 1, 2,3 u. öfter, wie Folgde; ὀρόβους ἴστε ὄντας ὠνίους Dem. 22, 15, als Zeichen großer Theuerung; – bestechlich, Dinarch. 1, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ὤνιος: -α, -ον, Αἰσχίν. 76. 27· καὶ ος, ον, Λουκ. Νιγρ. 25, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· (ὦνος)·-ὃν δύναταί τις ν’ ἀγοράσῃ, πράσιμος, «ἀγοραστός», Λατιν. venalis, Ἐπίχ. 48 Ahr.· πῶς ὁ σῖτος ὤνιος ; πόσον ὤνιος ; πόσον ἠμπορεῖ ν’ ἀγορασθῇ ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 758, πρβλ. Ἱππ. 480·-μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠνία Αἰσχίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· τῆς οὐσίας γὰρ εἰσιν .. ὤνιοι (ἐξυπακ. ἰχθύες) Ἄλεξις ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 7· θανάτου γὰρ ἐστιν ὤνιον Μένανδρος ἐν «Ὀργῇ» 5· οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια Πλούτ. 2. 135Β· ἐς ὤνιον ἐλθεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν ἐλθεῖν, Θέογν. 127· ὤνιον εἶναι, πρὸς πώλησιν, Πλάτ. Νόμ. 848Α, Ἰσαῖ. 58. 32· ὤνιον ἄγειν τι Πλουτ. Κράσσ. 8· ἐξάγειν ὁ αὐτ. 2. 680Ε· παρέχειν αὐτόθι 193Β· κομίζειν αὐτόθι 173C· ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, παροιμία ἐπὶ μεγάλης δυστυχίας, Δημ. 598. 4· τὰ ὤνια, τὰ πρὸς πώλησιν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐμπορεύματα, Ξεν. Ἀν. 1. 2. 17, Λυσί. 165, 24, Δημ. 106. 15, κλπ. 2) ἐπὶ ἀρχοντος δωροδοκοῦντος, δηλ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀγοράσῃ διὰ χρημάτων ἢ δώρων, τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Δείναρχ. 92. 37· διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 19· οὕτως, ἀρχαιρεσίαι ὤν. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui s’achète, qu’on peut acheter : ὤνιόν τι ἄγειν PLUT, ἐξάγειν PLUT, κομίζειν PLUT amener ou apporter qch au marché ; τὰ ὤνια, les marchandises, particul. les vivres ou les denrées de chaque jour ; fig. ὤνιον ποιεῖν τι PLUT faire qu’on puisse acheter pour de l’argent (la patrie, le pouvoir, etc.).
Étymologie: R. Ϝων, vendre ; cf. lat. venum, veneo, vendo.
Greek Monotonic
ὤνιος: -α, -ον και -ος, -ον (ὦνος),
1. αγοραστός, αυτός που τίθεται προς πώληση, Λατ. venalis· πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; πόσο μπορεί να αγοραστεί το σιτάρι; σε Αριστοφ.· ἐςὤνιον ἐλθεῖν, έρχομαι στην αγορά, μπαίνω σε διαδικασία αγοραπωλησίας, σε Θέογν.· ὤνιον εἶναι, κάτι βρίσκεται προς πώληση, σε Πλάτ.· τὰὤνια, αγαθά προς πώληση, εμπορεύματα στην αγορά, σε Ξεν. κ.λπ.· με γεν. της τιμής, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠνία, σε Αισχίν.
2. λέγεται για τη δωροδοκία άρχοντα μέσω χρημάτων ή δώρων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὤνιος: и 3
1) покупающийся, продажный: πῶς ὁ τυρὸς ὤ.; Arph. почем сыр?; ὤνιον εἶναι Plat., Dem. быть в продаже, продаваться; ὤνιόν τι ἄγειν, ἐξάγειν или κομίζειν Plut. привозить для продажи, пускать в продажу; ὄροβοι ὄντες ὤνιοι Dem. (когда даже) горох был предметом торговли, т. е. была страшная дороговизна; αἵματος ὤ. Aeschin. достающийся ценой крови; θανάτου ὤ. Men. достойный смерти;
2) (о людях и должностях) продающийся за деньги, продажный (ἄνθρωποι Arst.; ἀρχαιρεσίαι Plut.). - см. тж. ὤνια.
Middle Liddell
ὤνιος, η, ον ὦνος
1. to be bought, for sale, Lat. venalis, πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; how's corn selling? Ar.; ἐς ὤνιον ἐλθεῖν to come to market, Theogn.; ὤνιον εἶναι to be on sale, Plat.:— τὰ ὤνια goods for sale, market-wares, Xen., etc.:—c. gen. pretii, αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠνία Aeschin.
2. venal, of a magistrate, Arist.