θάψινος

From LSJ
Revision as of 12:43, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψῐνος Medium diacritics: θάψινος Low diacritics: θάψινος Capitals: ΘΑΨΙΝΟΣ
Transliteration A: thápsinos Transliteration B: thapsinos Transliteration C: thapsinos Beta Code: qa/yinos

English (LSJ)

η, ον, A yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413· χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28· χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.

Greek Monolingual

θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρόςθάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].

Greek Monotonic

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρινόχρωμος, ωχρός, κίτρινος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θάψῐνος:
1) желтый (χρῶμα Plut.);
2) желтый как воск, изжелта-бледный (γυνή Arph.).

Middle Liddell

θάψῐνος, η, ον
yellow-coloured, yellow, sallow, Ar.