ταλαντιαῖος

From LSJ
Revision as of 09:18, 13 November 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαντιαῖος Medium diacritics: ταλαντιαῖος Low diacritics: ταλαντιαίος Capitals: ΤΑΛΑΝΤΙΑΙΟΣ
Transliteration A: talantiaîos Transliteration B: talantiaios Transliteration C: talantiaios Beta Code: talantiai=os

English (LSJ)

α, ον,
A worth a talent, οἶκος D.27.64; κτῆσις Plb.23.4.3; νοσήματα ταλαντιαῖα = costing a talent, prob. in fee to the physician, Alc.Com.12.
2 of persons, worth a talent, i.e. possessed of a talent, Crates Com.32; ἔγγυοι ταλαντιαῖοι = giving surety to the amount of a talent, Arist.Oec.1350a19.
II weighing a talent, ξύλον Id.Cael.311b3; λιθοβόλος ταλαντιαῖος = an engine throwing stones of a talent weight, Plb.9.41.8 codd.; πετροβόλος ταλαντιαῖος Ph.Bel.85.2.
2 in which the prize is a talent, ἀγών CIG2810.18 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 1064] ein Talent schwer, werth, auf ein Talent geschätzt, ein Talent im Vermögen habend; οἶκος, Dem. 27, 64; ἔγγυος, Arist. oec. 2, 23; κτῆσις, Pol. 24, 4, 3; μισθός, Ath. IV, 148 b; komisch νοσήματα, Alc. com. bei Poll. 9, 53.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, ἄξιος ταλάντου, οἶκος Δημ. 833. 23· κτῆσις Πολύβ. 24. 4, 3· νοσήματα ταλ., εἰς ἃ δαπανᾶται τάλαντον, πιθαν. ὡς ἀμοιβὴ τοῦ ἰατροῦ, Ἀλκαῖος ὁ Κωμικ. ἐν «Ἐνδυμίωνι» 3. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἀξίαν ἑνὸς ταλάντου, δηλ. ἔχων, κατέχων ἓν τάλαντον, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 2· ἔγγυος τ., παρέχων ἐγγύησιν διὰ τὸ ποσὸν ἑνὸς ταλάντου, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 23. ΙΙ. ζυγίζων ἓν τάλαντον, ξύλον ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 4. 4, 4· λιθοβόλος τ., μηχανὴ ἐκσφενδονῶσα λίθους βάρους ἑνὸς ταλάντου, Πολύβ. 9. 41, 8. 2) ἐν ᾧ τὸ βραβεῖον εἶναι τάλαντον, ἀγὼν Συλλ. Ἐπιγρ. 2810. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de la valeur d’un talent;
2 de la grosseur ou du poids d’un talent.
Étymologie: τάλαντον.

English (Strong)

from τάλαντον; talent-like in weight: weight of a talent.

English (Thayer)

ταλαντιαία, ταλαντιαιον (τάλαντον, which see; like δραχμιαῖος, στιγμιαιος, δακτυλιαιος, λιτριαιος, etc.; see Lob. ad Phryn., p. 544), of the weight or worth of a talent: Demosthenes, Aristotle, Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῖοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.)
2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο
3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου
4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός του οποίου η αμοιβή ή το βραβείο είναι ένα τάλαντο («ταλαντιαῖος ἀγών», επιγρ.)
5. φρ. α) «νοσήματα ταλαντιαῖα» — οι ασθένειες για τών οποίων τη θεραπεία δαπανάται ένα τάλαντο (Αλκ. Κωμ.)
β) «ἔγγυος ταλαντιαῖος» — αυτός που παρέχει εγγύηση για το ποσό ενός ταλάντου (Αριστοτ.)
γ) «λιθοβόλοςπετροβόλος] ταλαντιαῖος» — πολεμική μηχανή που εκσφενδονίζει λίθους βάρους ενός ταλάντου (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαντον + κατάλ. -ιαίος].

Greek Monotonic

τᾰλαντιαῖος: -α, -ον, αυτός που αξίζει όσο ένα τάλαντο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλαντιαῖος:
1) стоимостью в один талант (οἶκος Dem.; κτῆσις Polyb.);
2) вносящий залог в один талант (ὁ ἔγγυος Arst.);
3) (тж. μέγας ὡς τ. NT) весом в один талант (πανοπλία Plut.);
4) мечущий камни весом в талант (λιθοβόλος Arst.).

Middle Liddell

τᾰλαντιαῖος, η, ον
worth a talent, Dem. [from τάλαντον

Chinese

原文音譯:talantia‹oj 他嵐提埃哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:重量
字義溯源:一他連得重;源自(τάλαντον)=重量,他連得),而 (τάλαντον)出自(Τίτος)Y*=背負)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 一他連得(1) 啓16:21

English (Woodhouse)

worth one talent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)