ὀπτασία
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
(A), ἡA, (ὀπτάζομαι) vision, AP6.210 codd. (Philet.; v. ὁπλισία), LXX Es.4.17, Ev.Luc.1.22; simply, appearance, LXX Ma.3.2, Si. 43.2.
ὀπτᾰσία (B), ἡ, prob. scribal error for ὀπτάνιον, PHolm.9.39.
German (Pape)
[Seite 363] ἡ, = ὄψις, Gesicht, Anblick; Philet. 1 (VI, 210); N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτᾰσία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὄψις, ὅραμα, ὀπτασία, Ἀνθ. Π. 6. 210, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vue, spectacle.
Étymologie: ὀπτάζω.
English (Strong)
from a presumed derivative of ὀπτάνομαι; visuality, i.e. (concretely) an apparition: vision.
English (Thayer)
ὀπτασίας, ἡ (ὀπτάζω);
1. the act of exhibiting oneself to view: ὀπτασιαι κυρίου, A. V. visions; cf. Meyer at the passage) (ἐν ἡμέραις ὀπτασίας μου, Additions to 4:17f]; (cf. ἥλιος ἐν ὀπτασία, coming into view, a sight, a vision, an appearance presented to one whether asleep or awake: οὐρανίῳ ὀπτασία, ἑωρακέναι ὀπτασίαν, ἀγγέλων, ὄψις (cf. Winer's Grammar, 24), Anthol. 6,210, 6; for מַרְאֶה, (Theod.) Daniel 10:1,7f.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀπτασία) οπτάζομαι
1. όραμα, θέα, θέαμα
2. μορφή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου κάποιου ή στη φαντασία του ή σε κατάσταση έκστασης
αρχ.
1. εμφάνιση, παρουσία
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεωρία, φαντασία».
Greek Monotonic
ὀπτασία: ἡ, = ὄψις, όραμα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀπτᾰσία: ἡ
1) вид, образ (Κύπριδος Anth.);
2) явление, видение (ὀπτασίαι καὶ ἀποκαλύψεις NT).
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:Ñptas⋯a 哦普他西阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:觀看 相當於: (מַרְאֶה) (מַרְאָה)
字義溯源:異象,顯現,觀察力;源自(ὀπτάνομαι)*=注視)。異象乃是神使人在清醒中(不是在夢中)看見一幅圖樣,告訴人其中的緣由,給人神聖的使命。異象是神將真實的感覺顯示給人,和人看見一些不清楚的景況而有的幻想(φάντασμα))完全不同;也和人在夢中所看見之異象或景象(ὅραμα))不一樣
出現次數:總共(4);路(2);徒(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 顯現(2) 路24:23; 林後12:1;
2) 異象(2) 路1:22; 徒26:19