ευπειθής
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐπειθής, -ές, Α και εὐπιθής)
αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός
νεοελλ.
(το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή
ευπειθέστατος, -η
με μεγάλη προθυμία, με υπακοή, με σεβασμό
αρχ.
1. (για φωνή) ευλύγιστος
2. (για τροφή) εύπεπτος
3. (για πράγματα) εύχρηστος
4. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός
5. (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το άλογο πειθήνιο.
επίρρ...
ευπειθώς (ΑΜ εὐπειθῶς)
πρόθυμα, με υπακοή, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειθής (< πείθω), πρβλ. βραδυπειθής, δυσπειθής].