κτέανον

From LSJ
Revision as of 13:22, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτέᾰνον Medium diacritics: κτέανον Low diacritics: κτέανον Capitals: ΚΤΕΑΝΟΝ
Transliteration A: ktéanon Transliteration B: kteanon Transliteration C: kteanon Beta Code: kte/anon

English (LSJ)

τό, κτάομαἰ A = κτῆμα, Pi.P.1.2, Epic. ap. Sch.S.OC378 (Antim.(?)); κ. φιλίης, of a child, Epigr.Gr. 388 (Apamea). 2 usu. in plural κτέανα, possessions, property, Hes. Op.315, Sol.4.12, Pi.O.3.42, N.9.32; δημοσίων κ. Xenoph.2.8; used in lyr. by A.Th.729, Ag.1573, E.Ion490; by S.(?) in hexam. ap. Sch.S.OC378 (cf. Fr.242); by Eub. in a mock heroic line, 139: in Prose, Hp.Ep.27; property in cattle, Theoc.25.109; cf. κτῆνος:— Hom. only in heterocl. dat. pl. κτεάτεσσι (cf. κτέαρ), Il.23.829, Od. 14.115, cf. Pi.O.5.24, E.Fr.791.3 (hex.): dat. pl. κτεάτοις Hdn.Gr. 2.936. (Cf. Avest. ςαετα- 'property', 'wealth'.)

German (Pape)

[Seite 1517] τό, Erwerb, Besitz, Vermögen; Hes. O. 317; öfter bei Pind. u. Tragg., κτεάνων τε μέρος βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι Aesch. Ag. 1555; sp. D., wie Theocr. 25, 109, von Viehheerden; poet. auch Luc. Alex. 24.

Greek (Liddell-Scott)

κτέᾰνον: τό, (κτάομαι) = κτῆμα, Πινδ. Π. 1. 2· κτέανον φιλίης Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 388. 2) ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον κτέανα, κτήματα, περιουσία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 313, Σόλων 3. 12, Πινδ. Ο. 3 75, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ἐν τοῖς χορικοῖς παρ᾿ Αἰσχύλ. Θήβ. 730, Ἀγ. 1573, Εὐρ. Ἴων 490 ὑπὸ τοῦ Σοφ. ἐν ἑξαμέτρῳ τινί, Ἀποσπ. 230· παρ᾿ Εὐβούλῳ ὡσαύτως ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ, ἐν Ἀδήλ. 16· ἐπὶ περιουσίας εἰς κτήνη συνισταμένης, Θεόκρ. 25. 109· ἴδε ἐν λεξ. κτῆνος· ― ὁ Ὅμ. ὡσαύτως μεταχειρίζεται τὴν ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. κτεάτεσσι (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κτέαρ, ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Κοΐντ. Σμ. 4. 543, Ἀνθ.), Ἰλ. Ψ. 829, Ὀδ. Ξ. 115, πρβλ. Πινδ. Ο. 5. 56, κτλ.· οὕτω καὶ παρ᾿ Εὐρ. ἔν τινι ἑξαμέτρ., Ἀποσπ. 789. ― Ἑνικός τις τύπος κτέατον, μνημονευόμενος ὑπὸ Γραμμ., εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημένος, Λοβ. Παραλ. 176.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bien, propriété d’ord. au pl.
Étymologie: κτάομαι.

English (Slater)

κτέᾰνον (κτέανον voc.; κτεάνων, -άνοις, κτεάτεσσι, κτεάτεσσι, κτέατ(α).)
   1 possession χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον (P. 1.2) esp. pl., goods, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (O. 3.42) ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς (O. 5.24) φιάλαν πάγχρυσον κορυφὰν κτεάνων (O. 7.4) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι (P. 1.46) εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει (P. 2.59) πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων (P. 4.290) κτεάνων φύλαξ ἐμῶν (P. 8.58) γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών (P. 11.58) ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων (v. l. κτέαν) (N. 7.41) ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες (N. 9.32) εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος (N. 9.46) κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων (I. 2.11) ]ἄστει κτεαν[ (Pae. 21.15) ]κτεάνω[ fr. 215b. 18. κτεάν[ων (supp. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1. 1 ad ?fr. 346.

Greek Monolingual

κτέανον, τὸ (Α)
1. κτήμα, περιουσία (α. «ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾱν κτέανον», Πίνδ.
β. «εἴ κεν ἀπ' ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν εἰς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου», Ησίοδ.)
2. (για ποίμνια) κτήνος (ἥντινά οἱ κτεάνων κομιδὴν έτίθεντο νομῆες», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέανον < κτηανον, με βράχυνση φωνήεντος (-η- > -ε-) προ φωνήεντος (-α-), < κτηFανον < θ. κτη- του κτῶμαι (πρβλ. -κτή-θην) + -ανον (πρβλ. δρέπ-ανον)].

Greek Monotonic

κτέᾰνον: τό (κτάομαι),
1. = κτῆμα, σε Πίνδ.
2. κυρίως στον πληθ. κτέανα, περιουσία, αποκτήματα, κτήσεις, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κτέᾰνον: τό (преимущ. pl.) достояние, состояние, имущество Hes., Pind., Trag., Theocr., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτέανον -ου, τό [κτάομαι] bezit, eigendom:, φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον de lier, bezit van Apollo en de Muzen Pind. P. 1.2, meestal plur. bezittingen, bezit:; μέτρια κτέανα bescheiden bezit Eur. Ion 490; vee:. κτεάνων κομιδή zorg voor het vee Theocr. Id. 25.109.

Middle Liddell

κτάομαι
1. = κτῆμα, Pind.
2. mostly in plural κτέανα, possessions, property, Hes., Aesch., etc.