οἰκείωμα

From LSJ
Revision as of 12:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκείωμα Medium diacritics: οἰκείωμα Low diacritics: οικείωμα Capitals: ΟΙΚΕΙΩΜΑ
Transliteration A: oikeíōma Transliteration B: oikeiōma Transliteration C: oikeioma Beta Code: oi)kei/wma

English (LSJ)

ατος, τό, in plural, A private or family affairs, Metrod.Fr.59. 2 affinity, πρός τι Str.6.2.3. 3 special feature, advantage, Epicur. Sent.Vat.41 (pl.), D.H.Rh.7.5.

German (Pape)

[Seite 299] τό, das Angeeignete, zum Freunde oder Verwandten Gewonnene, Verwandtschaft, D. Hal. rhet. 7, 5; übertr., τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον τὴν Αἰτναίαν σποδόν, Strab. 6, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκείωμα: τό, συγγένεια, σχέσις, πρός τι Στράβ. 269. 2) ἰδιορρυθμία, Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητορ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rapport de parenté ou d'amitié;
2 p. ext. rapport naturel, rapport de conformité.
Étymologie: οἰκειόω.

Greek Monolingual

οἰκείωμα, τὸ (Α) οικειώ
1. σχέση συνάφειας με κάτι, ωφέλιμη επίδραση, χρήσιμη σχέση («τοιοῦτον ἔχειν τι οἰκείωμα πρὸς τὴν ἄμπελον εἰκὸς τὴν Αἰτναίαν σποδόν», Στραβ.)
2. ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ιδιορρυθμία
3. στον πληθ. τὰ οἰκειώματα
οικογενειακή υπόθεση.

Greek Monotonic

οἰκείωμα: -ατος, τό, συγγένεια, φιλική σχέση, σε Στράβ.

Middle Liddell

οἰκείωμα, ατος, τό,
kindred, relationship, Strab.